Μη σε κορφή, και λούφαξε? Μη σε σπηλιά, κοιμάται;
Μη το δρομί, κατέβηκε, με κείνη τη φορά μου;
Δίχως στο τάχη να ριγεί και δίχως να φοβάται;
Ποιος μου την έχει; Πείτε μου! Πού κρύφτηκε, η χαρά μου;
Μην έπεσε στου πηγαδιού, στο πέρα δάσος, που ‘χει;
Μη μου τη γλύκανε κανείς και πήρε την, μακριά μου;
Μη μου την πήραν τα στοιχειά, του Χάροντα οι κλειδούχοι
και δε τη φτάνει για να δει, η κοφτερή ματιά μου;
Τι φταίει, λοιπόν; Ποιος με μισεί; Ποιος θέλει το κακό μου;
Οι αναπαυμένοι, μήπως το; Μη τα χτικιά, οι τρακόσοι;
Μη με χαλάει της ξενιτιάς το κακορίζικό μου?
Ποιος τυραννάει την τύχη μου, και θέλει την, ξεστρώσει;