.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

 


Γυναίκα


Σε είδα στον ύπνο μου, περίσσια κόρη.
Ζεστά ψιθύριζες πως μ’ αγαπάς.
Ήταν το βλέμμα σου σαν τ’ αγριοβόρι,
κι ήσουν ανάρια – σα να πετάς.

Είχ’ ένα κίτρινο μάγο φεγγάρι
και γύρω μι’ άνοιξη φανταστική.
Τα νυχτολούλουδα, ήσαν μια χάρη,
κι εσύ στον διάκοσμο πραγματική.

Πέρα και κάτω από ένα δέντρο,
μου ‘δειχνες πόσο πολύ αγαπάς.
Ήμουν ο κόσμος σου κι εσύ το κέντρο.
Το άγιο εικόνισμα μιας εκκλησιάς.

Κι ύστερα… χάθηκες μες στο σκοτάδι
κι ο κόσμος έγινε λίγος, κοινός.
Αχ! πόσο θα ‘θελα ένα σου χάδι
αγία, που πόθησα – ο αμαρτωλός.

...................................

(Την είχα πάντοτε μες στ' όνειρό μου.
Ήταν ο πόθος μου, ο αληθινός.
Ήλιος στ΄ αφώτιστο παράθυρό μου.
Σκέψης - περίπατος ο πρωινός.

Είχα έναν έρωτα τρελό μαζί της.
Ένοιωθ' αγάπη, αληθινή.
Ήταν της λύπης μου πίκρα, γλυκύτης.
Του ανέφικτου ήταν - παντοτινή.

Κι ύστερα... έφυγε κι έμεινα μόνος.
Ταξίδι δίχως πια γυρισμό.
Όλα τα αισθήματα γίνανε πόνος.
Για κείνη γνώρισα τον μαρασμό.

Kαλόγρια έγινε κι είπαν εχάθη.
Ώσπου μια νύχτα, στα σκοτεινά,
την είδα εμπρός μου· κι εγώ εμαράνθη
κατου απ' τα κόκκινα, τα φωτεινά...)


©Γιώργος Ν. Μανέτας