Σκιές
Δεν ήταν πιότερο από δυο φάσματα
που η Νύχτα θέλησε Σκιές της να 'χει.
Που βγαίναν πάντα με την πανσέληνο
από μι' απότομη βουνού τη ράχη.
Στις φυλλωσιές και πέρα στ' απόμερα
ζούσαν, στα ρέπια και μες στις ρούγες,
και λαχταρούσαν στα κρύφια τους όνειρα
να φέρουν του έρωτα τις φτερούγες.
Να χαίρουν όσα με πάθος λαχτάρησαν
εκεί, που αρχίζουνε τ' άγρια τα σκότη,
εκεί που η πρόκοσμη Νύχτα τους όρισε
να είν' η αγάπη τους αιώνια η Πρώτη.
Έτσι, στ' ανάμεσα στεριάς και θάλασσας,
τους δώσαν ονόματα: Στοιχειό και Στοιχείο.
Θρυλείται πως ήταν μιας φλόγας υπόλοιπα,
από τ' ανέσπερο το φως της το Θείο.
©Γιώργος Ν. Μανέτας