Της φύσης
Θέλω να πάρω το στρατί κι από την πόλη ως κάτω
να πάω να ιδώ τη θάλασσα, να νοιώσω, να πλαντάξω
από το κλάμα το πολύ κι απ' την ανάγκη που 'χω,
να νοιώσουνε τα μέσα μου, τι πόθησαν, τι θέλουν...
Πίσω ν' αφήσω το τραχύ κι άλλο να μη γυρίσω
ως να χαρώ τ' ανείπωτο, ως να στενάξω, ο έρμος
κι έτσι χορτάτος, να αισθανθώ, να ιδώ και να πονέσω
μέχρις αγέρας ν' απλωθώ τι λεύτερος να νοιώσω.
Να ιδεί χαρά το βλέμμα μου σαν θ' αντικρίσει εκείνα
τα ουράνια τόσα θαύματα που καθρεφτίζουν μέσα
στη νύχτια τούτη θάλασσα, την εύμορφη πλανεύτρα,
που οι ποιητές την ύμνησαν και στο καμβά οι ζωγράφοι.
Κι άμα χορτάσω, να στραφώ να ιδώ βουνό, χαράδρες,
να ιδώ ποτάμια τι διψώ να μεταλάβω εκείνα
και να χαρώ με τ' άγρια - να αγκαλιαστώ τ' αρκούδι
κι άμα τα ζήσω και χαρώ... χαρά κι ας αποθάνω!
©Γιώργος Ν. Μανέτας