.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014


Πρόλογος


“Ξένε: Όταν τις σκέψεις μου διαβείς, μην βιαστικά περάσεις”


Στην εμπασιά του πρώτου μου “Της στεριάς” πονήματος, η ψυχή γαλήνεψε. 
Ο νους, ηλιαχτίδα χρυσή ταξίδεψε πάνω σε άτι λευκό
διψώντας ν’ αγγίξει τ’ ανθισμένο τοπίο μιας άνοιξης.
Το σώμα, με φόβο ξεπέζεψε, της παρθένας γης μην πατήσει τ’ ανέφικτο.

Στον αντίποδα, η θάλασσα.

Παλαιότερα, έγραφα: “Ποτέ των φύλλων ποίησα το θρόισμα,
δεν είχε χώρο η γης, μες στην ψυχή μου”.

Αναίρεσα, όμως… Αφορμή στάθηκαν παλαιά γράμματα της συζύγου μου 
ποιήτριας Δήμητρας - Lizete de Souza Cerqueira (Δήμητρα Δελακούρα), που έδρασαν λυτρωτικά και συνάμα παρήγορα, τις ατέλειωτες ώρες 
της μοναξιάς πάνω σ΄ένα καράβι. Αυτά τα γράμματα και τηλεγραφήματα, συνετέλεσαν ώστε τ’ αδιέξοδα συναισθηματικά κενά, να μετουσιωθούν σε άσκηση πνευματική και κατόπιν σε κείμενα ποιητικά.

Μέσα σε αυτά τα πονήματα, θα βρείτε ό,τι και όσα στερείται ο ναυτικός στον υγρό της μοίρας του πλωτό τάφο. Μύχιες εκμυστηρεύσεις αγάπης, πάθους, πόθου και έρωτα. Ή όπως πράγματα απλά, δεδομένα για τους περισσότερους, όπως ένα λουλούδι, ένα πουλί, ένα δέντρο, μια ραχούλα του βουνού καταπράσινη, να τρέξει o στερημένος, να γελάσει και να παίξει με τα παιδιά του, να φιλήσει, να κλάψει, να πονέσει, να αγαπηθεί.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όλα τα παρακάτω πονήματα, είναι αφιερωμένα στη σύζυγό μου τόσο για τις άπειρες συναισθηματικές στερήσεις, όσο και για τις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς και πλήξης. Η δομή και τεχνική τους, δημιουργήθηκε με τέτοιον τρόπο ώστε αληθοφανώς να φαίνεται πως γράφτηκαν από την ίδια σε πρώτο, δεύτερο ή και σε τρίτο πρόσωπο, καθώς τα περισσότερα από αυτά ειπώθηκαν και βιώθηκαν.

Επίσης, ως ελάχιστο φόρο τιμής, αφιερώνονται σε όλους τους ναυτικούς και τις οικογένειές τους καθώς και σε όλους όσους έζησαν τις αυτές συγκινήσεις, στερήσεις και αγωνίες, αγωνιζόμενοι. 


Σας εύχομαι, καλή ανάγνωση!












Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013


Βαρδιάτορες


Κάποιες φορές, στης βάρδιας τις ατελείωτες ώρες,
ψάχνοντας φώτα στο πυκνό και αδιόρατο σκοτάδι,
κείνα τα βλέφαρα βαριά κινούν γι' άλλο ταξίδι.
(Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, τι φταίω και βασανίζεις;)

Στην άκρατη τούτη σιγή νείρεται ο νους τ' αστέρια
κι ένα ταξίδι αδιάκοπο προς στ' άγνωστο πασχίζει
χαράσσοντας στίγμα να βρει ποιον ήλιο θα διαλέξει.
(Α μαύρη που 'σαι ξενιτιά, και νυχτοκόπα Μοίρα).

Κι ως ταξιδεύει του μυαλού τ' ονειρικό καράβι,
και ψάχνει απάνεμο να βρει λιμάνι ν' απαγκιάσει,
το 'να του μάτι ξαφνικά ξανοίγει και θυμάται.
(Α στεριανέ καλότυχε, που σε κρεβάτι γέρνεις).

Ορθώνει τότε το κορμί κι ανήσυχα κοιτάζει
βγαίνοντας δήθεν καθαρά να δει από την βαρδιόλα
κείνα τα φώτα που 'ψαχνε στ' αδιόρατο σκοτάδι.
(Τα χελιδόνια της νυχτός, μαύρους σταυρούς θυμίζουν).

Βρίσκει για πρόσχημα να πει πως είδε φως που λάμπει
ώστε της δρόσου τ' αυγινό να τον ξυπνήσει αγέρι
κι οπτήρας πάλι φυσικός το πόστο του να πιάσει.
(Τις κουπαστές, χαράζαμε δυο μαχαιριές τη μέρα).



©Γιώργος Μανέτας





Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013


Το νησί



Το ’χω καιρό στο κιάλι μου και σιγοκλαίω σαν γράφω
για τ’ άμοιρο τούτο νησί, το πάντα ορφανεμένο,
το δίχως κάποιον πάνω του να χολοσκάει, να νιώθει
μέχρι, στην πόρτα να γρικάει του μεντεσέ το γρύλο.

Ποιο πεπρωμένο το κρατεί και δεν βυθίζει, αλήθεια,
δίχως χαρές παιδιάτικες και δίχως χαμογέλια,
δίχως στον μόλο να προσμένει τ’ άσπρο, τ’ ασκωμένο
το χέρι, για χαιρετισμό στο πήγαινε, στο καλωσήρθες.

Οι ξενιτιές μην έφταιξαν κι έρμο τώρα φαντάζει
και στέκει μεσοπέλαγα σαν πάντα ορφανεμένο,
δίχως γερόντους, δίχως νιους και δίχως τις κοπέλες
μωρουδιακά ν’ απλώνουνε πού φτάνει ο αγέρας, ο ήλιος.

Τ’ άνθη, τι φύονται στις αυλές κι εύοσμα ολόρθα στέκουν
κι απ’ τους γιαλούς, τι γνέφουνε τ’ αμέτρητα αρμυρίκια
όταν, δεν έχει στο νησί ένα βλέμμα, για να στρέψει.
Όταν, χαμένο σε άμπωτες και σε παλίρροιες, κείται...





Κόσμος 
 

- Στο ταξίδι που κίνησες για τα πέρατα μέρη, 
προσμετράς τ’ όνειρό σου μα σου βγαίνει λειψό. 
- Μες στου νου μου τ’ ασύνορο, αριβάρω έν' αστέρι: 
Στ’ όραμά μου μια θάλασσα που σαν βλέπω διψώ. 

Πεφταστέρι που βύθισες και σε φέρω στο βλέμμα, 
που συλλέγω σ’ ευχές μου κι έχω κάνει σωρό, 
άμα θέλεις, ανάσυρε μ’ ένα γρίπο το γέμα, 
να σας έχω στη ρίμα μου μνήμες σαν ιστορώ. 

- Κάθε λέξη ένας ψίθυρος που φτερώνει στ’ αψήλου. 
Ναυαγοί που σκορπίσατε - δίχως τέλος κι αρχή. 
- Φορώ πάντοτε τ' άχραντο το σκουτί του ναυτίλου, 
προστατεύοντας στ’ άστατα των καιρών μη βραχεί. 

Μύρια τ’ άστρα και τ’ άπειρα, πεφταστέρι. Θυμήσου: 
Αλογάριαστα πόσα σας συλλέγω μ’ ευχές… 
- Έλα! Ξάπλωσε, αγόρι μου. Σε θωπεύω. Κοιμήσου. 
- Μάνα, οι σκέψεις μου ασύνορες κοσμικές προσευχές. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας
http://georgemanetaspoema.blogspot.com/






Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013



Αϊτός 



Στην από αιώνων ορτινάντζα της Γερμανίας,Τουρκία,
για την κατ’ επίφασιν "φιλία" της, αλλά και για τις οχλήσεις της 
προς την Ελλάδα.



Ήθελ’ αϊτόπουλο, ψηλά για να πετώ μονάχο,
για ν’ ακραγγίζω τις κορφές και ν’ αγναντεύω τα όρη.
Ήθελα κείνη την κραυγή μακρόσυρτη για να ‘χω,
να την ξεβγάζει σούσουρο του Πόντου τ’ αγριοβόρι

να διαλαλεί ως τα πέρατα το μαύρο ριζικό μας,
της ματωμένης της Σαμψούς τον πόνο, το δικό μας.

Ήθελα πετρογέρακας με τα φτερά μου μαύρα
για ν' αγναντεύω από ψηλά τη γης οπού με ξέρει.
Μ’ ένα στο χέρι μου σταυρό από την Άγια Λαύρα,
και στ’ άλλο φως ανέσπερο ν’ ανάβω καντηλέρι

στην Παναγιά τη Σουμελά, οπού διψάει για τάμα,
οπού διψάει για να μας πει πόσο κοντά είν' το θάμα.

Ήθελα να ’μουν σταυραϊτός της Πόλεως της μεγάλης
για να βρυχώ τους στεναγμούς στ’ αρχέγονα σοκάκια.
Πάνω απ’ τα κάστρα τ’ αψηλά, στο θάμβος της αιθάλης,
να γράφω για τη λεβεντιά δοσμένη σε στιχάκια:

Εάλω η πόλις η λαμπρή και πήρεν τα, δικά μας!
Και πήρεν τα για να χαρούν και πάλιν, τα παιδιά μας.



©Δήμητρα Δελακούρα
http://dimitradelakoura4.blogspot.com/





Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013


Κρατοπτρισμοί


Απ’ το κρεβάτι αντικριστά και πάνω απ’ το τραπέζι,
έναν καθρέπτη έχω παλιό δαρμένο απ’ τον καιρό
που όταν νυχτώνει, μια γοργόνα βλέπω να μου γνέφει,
να μου ζητάει να βυθιστώ μαζί της, στο νερό.

Ακόμη, βλέπω ένα παλιό παράταιρο καράβι
με τα φανάρια του σβηστά και τα πανιά σκισμένα,
και κάποιον ναύτη αθώρητο στη νύχτα, να μου γνέφει
για να του φέξω τα ίσαλα, μην είναι σαπισμένα.

Ακόμη, ψίθυρους ακούω στο μένος των ανέμων
με ανούσιες ρίμες μυστικές και χθόνια κοσμημένες,
τόσο, που τις αισθήσεις μου μην χαρωπά ξυπνάνε,
δεσμεύοντας των νυσταγμών συνήθειες ειλημμένες.

Κι ακόμη, εσένα βλέπω εκεί φανταστικέ αναγνώστη,
κρυφά στο μισοσκόταδο τον πόνο να ξεχνάς
γελώντας, συμ – βουλευτικά κι ευέξαπτα να γνέφεις…
πως το δικό σου βάσανο, δεν φεύγει όταν γελάς.

……………………………………………

Πάνε τρεις νύχτες που ξυπνώ σε κείνο τον καθρέφτη
κι αφυπνισμένα βλέπω εκεί δυο μάτια να κοιτούν,
τόσο καχύποπτα θαρρώ που με περνάω για κλέφτη,
μα λέω μη δώσω κι αφορμή, για εμένα να ντραπούν. 


©Γιώργος Μανέτας








Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013


Προσμένοντας II


Άραγε, πούθε να κινάει τούτο της δρόσου αγέρι;
Σε ποιο πηγαίνει, αστέρι;
Ποια θάλασσα και ποια στεριά περνάει δίχως να ξέρει
ποιον αγαπώ, να φέρει;

Σε ποια του κόσμου αυτή γωνιά, θα παύσει την ορμή του;
Ποιος ξέρει την αρχή του;
Άμα στενάξω «Σ’ αγαπώ» θα κάνει την, φωνή του;
Θα στείλει την, στ’ αυτί του;

Κι αν μπερδευτεί, με των βουνών τα δέντρα τα πελώρια
κι ακούσει: «Ζω πια χώρια» ;
Μην αρρωστήσει και βαριά μου πάθει στενοχώρια
εκεί, στα ξεροβόρια;

Μήπως, θα ‘ταν καλύτερα να τόνε περιμένω;
Το βέβαιο, να προσμένω;
Μήπως, τ’ αγέρι τούτο εδώ δεν θέλει ευτυχισμένο
ζευγάρι, αγαπημένο;

Άραγε, πούθε ν’ αρχινάει τούτο της δρόσου αγέρι;
Ποιος το μπορεί, να ξέρει;
Ήθελα εκείνον π' αγαπώ να πιάσει από το χέρι,
και πίσω να μου φέρει...



©Δήμητρα Δελακούρα


Πόθος


Με τη στερνή ματιά, σ’ ήθελα ν’ άγγιζα
κι ένα φιλί να σου ‘δινα στα χείλη.
Όταν της νύχτας τ’ άστρα θα τρεμόσβηναν,
κι όταν ο ήλιος ήθελε ανατείλει.

Κείνο το μίλι – σώμα να χαμήλωνες
να το μπορώ με πάθος ν’ αγκαλιάζω.
Να του μιλώ γι’ αγάπη, κι όταν έρημος
πάνω στο σώμα εκείνο να πλαγιάζω.

Ένα ταξίδι πάνω του πώς ήθελα,
τ’ απέραντο της έκτασης να ευφράνω
αλείφοντάς το μύρα από τ’ αμάραντα,
να το μπορώ να βρίσκω όταν το χάνω.

Κι ήθελα, η μακρινή μου περιπλάνηση,
στου στέρνου τη χαράδρα να με μπάσει
ως τα πυκνά του δάσους του κατάκρημνα.
Ως το θεριό του πάθους μου, σιγάσει. 



©Δήμητρα Δελακούρα




Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013



Της αγάπης


Προς τι η έπαρσις σε γη δάνεια και ζωή;


Τα βράδια, πριν να κοιμηθώ και τον σταυρό μου κάνω,
παρακαλώ μια Παναγιά που από παιδί την έχω
πλάι σε καντήλι γυάλινο και δίπλα στο λιβάνι,
να ‘χει τον κόσμο αυτόν καλά και τα παιδιά προπάντων.

Πιο πίσω, λίγο αριστερά, με δαγκωμένα χείλη,
με βλοσυρά τα βλέμματα σχεδόν σκοτεινιασμένα,
μες σε καπνούς ευωδιαστούς που δίνει το λιβάνι,
γέροντες άγιοι στέκουνε στον δίπλα εσταυρωμένο.

Ειρηνοφόρο φέρουνε στα βλέμματά των ζέση,
που νιώθω τέτοιαν έκσταση στη μεταφυσική των
τόσο, που στην κατάνυξη του καντηλιού όπως φέγγει,
βλέπω το Θείο σα να 'ρχεται και να με περιβάλλει.

Τότε, νιώθω μιαν αίσθηση χαράς γαληνεμένης
τόση, που λέω την προσευχή στη γλώσσα των Ελλήνων:
«Πάτερ ημών…» κι ύστερ’ αργά τα μάτια μου σαν κλείσουν,
πλήρωση νιώθω από ψυχής, που ‘κανα τον σταυρό μου.

;ηνίλκ ιλάπ αιδί νητσ ίεθημιοκ οιρύα να ιερέξ ςοιοΠ


©Γιώργος Ν. Μανέτας