.

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

 


Η Λενιώ



To 'θελε η μοίρα, να 'ν' φτωχή.
Μα είχε μιαν άδολη ψυχή,
η Λενιώ της Σύρου.
Με περηφάνια και με ορμή,
το γέρικο όρθωνε κορμί,
και στρέφονταν στ' απείρου.

Δίχως χαρά πια, να γελά...
Δίχως το σώμα, να φελά...
ξεχνιόταν, στο καντήλι.
Πριν ν' ασπαστεί την Παναγιά,
έκρυβε τ' άσπρα της μαλλιά,
στο εργόχειρο μαντήλι.

Έχασε κόρη, έχασε γιο
κι είχεν εγγόνα, τη Μαριώ,
για να φροντίσει:
Με έγνοια μονάχη - πριν χαθεί -
να 'βρει στη Σύρο ένα παιδί,
για ν' αγαπήσει.

Για να την πάει στην εκκλησιά.
Με τοπική τη φορεσιά
να ιδεί ντυμένη.
Να 'χει ό,τι πόθησε η ψυχή,
με υπομονή κι απαντοχή,
όπου δοσμένη.

Oμως, δεν πρόκαμε η Μαριώ,
που 'χε για βάβω τη Λενιώ.
Γι' αγάπη, εχάθη.
Κι η βάβω τώρα τη θρηνεί
δίχως τους τρείς ν' αλησμονεί,
κει που 'ναι οι τάφοι.

To 'θελε η μοίρα, να 'ν' φτωχή.
Μα είχε δυο στρέμματα ψυχή
η Λενιώ, της χώρας.
Είχε μια κόρη κι ένα γιο.
Είχε μια εγγόνα, τη Μαριώ
που ετάφη, προ ώρας.



©Γιώργος Ν. Μανέτας