.

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

 


Ανάμνησις

 

- Μην είν' η αγάπη, που ήθελα; Μην είν' ο έρωτάς μου;
Μην είν' ο φάρος που έψαχνα, της πρώτης νεότητάς μου;
Σημάδι μ' έβαλε κι αυτός και μ' έφερε κοντά του.
Μυρίζω τ' άσπρο γιασεμί στ' αέρινα μαλλιά του.
 
- Πώς το 'θελε, κι αυτή κι εγώ, κουβέντα να της πιάσω,
να της μιλώ γλυκόλογα κι ως στην καρδιά να φτάσω.
- Ήθελα να 'ταν ο έρωτας, αϊτός - για μένα να 'ρθει,
ν' αρπάξει μια να με φιλά, να φύγει, να ξανάρθει.
 
Κι απ' την πολλήν αγάπη του, να νείρομαι, να χαίρω...
κι όταν μακριά θε να 'φευγε, με ζέση να υποφέρω
ώστε, να ορθώνονται ψηλά τα τείχη όταν μακριά μου.
Στα μύχια να φαντάζομαι τα πιο τρελά όνειρα μου.
 
- Με το μυαλό, το προσπαθώ μα δεν μπορώ να φτάσω.
Σ' αυτό το σώμα που ποθώ πώς ήθελα να στάσω.
Αυτά τα χείλι να φιλώ και πάνω τους να λιώνω
κι άλλο γι' αυτήν, στη ζήση μας, να μη το μετανιώνω.
 
Παρακαλώ Σε, Έρωτα, φέρε μου αυτήν που θέλω,
καθημερνά, να μην πονώ πολύ και ν' αναστέλλω.
Γιατί να θες, να μην μπορώ η αγάπη μου για να 'χει
ό,τι που τόσο πόθησε χωρίς φειδώ και αμάχη;
 
- Ρίγος με πιάνει! ζεστασιά! τρέμουλο! ανατριχίλα:
Μαύρα φορώ τα πένθιμα και μου φορώ μαντήλα.
Άλλο δεν θέλω να πονώ και να υποφέρω τόσο.
Χίλιες φορές ο θάνατος παρά να τον προδώσω.
 
- Αγάπη μου, παντοτινή! Μακριά σου εγώ δεν κάνω.
Κι αν μακριά μας όρισαν, θα προσπαθώ να φτάνω.
Ευχή δική μου, αγάπη μου, χαρά να 'χεις κι ελπίδα.
Εσύ, του κόσμου καύχημα και της ζωής μου αχτίδα.

 

©Γιώργος Ν. Μανέτας