.

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

 


Θύμησες



Σε είδα στ' όνειρο, σε μιαν αυλόπορτα
μα δεν θωρούσα καλά, κορασιά.
Κι ύστερα, φάνηκες σε μια χρυσόπορτα
θολά στου ονείρου μου την εμπασιά.

Έλα! σου φώναξα, βρες τα σκοτάδια μου
και υπό τ' αχνόφωτο, στάσου, να δω!
Πάλι να νοιώσω ζέση τα βράδια μου
κι άλλοτε, στ' όνειρο μη ματαδώ.

Μέσα στο δάσος σε βλέπω, να χαίρεσαι.
Φέρεις τ' ανθόσπαρτα μιαν αγκαλιά!
Από τη σκέψη μου, ποιος να σ' αφαίρεσε
πρωινή, του πόθου μου δροσοσταλιά;

Μετρώ τις μέρες μας κι αυτά που ζήσαμε
μα όλα στις πράξεις μου, βγαίνουν λειψά.
Ό,τι μοχθήσαμε κι όσα αγαπήσαμε,
πώς η ψυχή μου τώρα διψά.

Α και να σ' είχα μες στην αγκάλη μου,
μόνο να αισθάνομαι, πως σε κρατώ.
Και υπό τη μέθη μου και υπό τη ζάλη μου
να νοιώθω· κι όχι στο ιδεατό.

Οι Μοίρες, όμως, μας αποθάρρυναν,
κάθε τους πλέξη και μια πληγή!
Μηδέ μας μοίραναν μηδέ κι ενθάρρυναν
τόσο, που ο έρωτας έχει πληγεί.

Ίσως... μια μέρα... Λέω! ίσως, πάλι...
Ξάφνου να σμίξουμε κάπου - ξανά.
Εγώ η θάλασσα κι εσύ τ' ακρογιάλι.
Ή και της άβυσσος νερά κυανά.



©Γιώργος Ν. Μανέτας