.

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

 


Διαβάτη...


κι αν είν' ο δρόμος σου, τραχύς και θέλεις ν' αποστάσεις,
ίσκιο να βρεις πριν να διαβείς τις μακρινές εκτάσεις,
στάσου και πάρε ανασεμιά βαθιά, να σε λυτρώσει,
κι απ' τα λευκά τα γιασεμιά του λόγου μου, τη χρώση

άλλοτε δες, τα γαληνά κι άλλοτε τα εξημμένα.
Τον πόνο δες και τι περνώ, φορές και ηθελημένα.
Δες τον ιδρώτα της ψυχής και τ' άλλα της καρδιάς μου.
Για τ' άδολο, μου δώσανε τα πάλλευκα φτερά μου

και για τ' αγνό, με χρίσανε μέσα μου αγάπη να 'χω,
να ραίνω με τις λέξεις μου το κάθε τι μονάχο.
Να κλώθω ρίμες ξαίνοντας, να υφαίνω, να μαντάρω!
και να τελειώνω ξέροντας ποια δάκρυα να γραδάρω.

Γι' αυτό, διαβάτη, κι αν τραχύς κι αν όλο εμπόδια, ο δρόμος,
στάσου σιμά ν' αφουγκραστείς, πολύωρα ή συντόμως
κι ένα σου υπόσχομαι, απ' αυτά αδιάφορο δεν έχει:
κάτι, σε τούτα τα γραπτά, θα βρεις να σ' απαντέχει.



©Γιώργος Ν. Μανέτας











Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

 

Επάγγελμα ναυτικός


Απόκαμα, στις ξενιτιές και στα καράβια, ναύτης.
Τριάντα χρόνια, να φαντάζει ανέφικτη η στεριά.
Πιότερο εργάτης φάμπρικας παρά σαν αργοναύτης,
μ' αιώνια έγνοια, τον πνιγμό και την κακοκαιριά.

Δίχως οδούς η νιότη μου και δίχως παραδρόμους.
Δεν έζησα, της φαμελιάς τους πλείστους ασπασμούς.
Ανέγνοιαστος πώς ήθελα να περπατώ στους δρόμους,
κι όχι σκυφτός στους χάρτες μου να βγάζω προορισμούς.

Δέντρο ποτές δεν άγγιξα μηδέποτε ένα φύλλο.
Μηδέ κάτω από πλάτανο, σκιά για να αισθανθώ.
Ν' ακούσω τα μεσάνυχτα τον τζίτζικα, τον γρύλο.
Του λουλουδιού της άνοιξης που σκάει, τον πρωτανθό.

Καλύβα! για ν' αφουγκραστώ, να κλάψω, να γελάσω.
Να δω πώς μεγαλώνουνε - αχ! τα μικρά παιδιά...
Το κουρασμένο σώμα μου στη γης να ξαποστάσω.
Κάτω από τ' άστρα να βρεθώ κι απ' την αστροφεγγιά.

Τριάντα χρόνια θάλασσες... ξενύχτια και φουρτούνες.
Πιότερο... ας έρθει ο θάνατος για ν' απολυτρωθώ!
Λάντζες. Πιλότοι. Πράτιγο. Ποστάλια και μαούνες.
Άγιος... δίχως εικόνισμα, να με προσευχηθώ...



©Γιώργος Ν. Μανέτας












Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

 


Πηνελόπη


Όπου στενάζει η θάλασσα και αγκομαχάει το κύμα
και θραύεται τ' ανεύρετο του δειλινού το χρώμα,
εκεί θε να 'μαι: για να κλαίω με πόνο, να στενάζω
εγώ, το χαμολούλουδο τo αμύριστο, το μόνο.

(Τι απελπισμένα πόθησα τα δροσερά σου χείλη,
να σ' τα φιλήσω και να πιώ το κόκκινο απ' το δείλι).

Εσένα, που λαχτάρησα και πια μακριά μου θα 'σαι
και πια δίχως τον έρωτα και δίχως την αγάπη,
θα ζω με τ' ανεκπλήρωτο, το δίχως αίσιο τέλος
κειδά, λουλούδι αμύριστο κι απείραχτο και στέρφο.

(Της στερημένης δώσε μου τι προσδοκώ για να 'χω,
θάλασσα με την άμμο της και σκλήθρα από το βράχο).

Κι ως ξαγρυπνώ κει κλαίγοντας τον έρωτα που εχάθη
και νείρομαι, πως κάποτε θ' ανταμωθώ και πάλι,
σε βλέπω, από τα βάθη της σαν να 'ρχεσαι, ν' αγγίζεις
και να ζητάς τα χείλη μου γλυκά να τα φιλήσεις.

(Να μου σφαλνάς τα μάτια μου με των φιλιών το πάθος,
και να δακρύζει η άβυσσος στης κόγχης μου το βάθος).

Κι έτσι, κειδά στο κύμα της αιώνια θα προσμένω
ψάχνοντας νόημα και σκοπό γιατί να ζω, να υπάρχω
καθώς, οι απόκοσμοι ήχοι της, θα στέλνουν τις αισθήσεις
κει που θα ρεύουν του έρωτα τ' Απρίλη τα λουλούδια.

(Να παρελαύνεις το κορμί και την ψυχή να γδύνεις
και τ' άνεργα του πόθου μου να δένεις και να λύνεις).


©Γιώργος Ν. Μανέτας















Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

 


Aπουσίες


Σαν έφυγε, στέκω αδειανή
κι από τον έρωτα ορφανή,
και κλαίω και συλλογιέμαι
πώς φτάσαμε στ' αποψινά
κι ο πόνος πια με κυβερνά,
καθώς δεν αγαπιέμαι;

Η ζήλεια, τρώει το μυαλό
κι άλλο δε σκέφτομαι καλό,
παρά να πάω να πέσω
πού ακροβατούνε τα γαλιά
με χάρη και ανεμελιά.
Ή τη θηλιά να δέσω.

Κι έπειτα; Εγώ μέσα στη γης
λες και θα νοιάζεται κανείς!
να θέλει, ν' αγαπήσει...
Σιωπή. Με άνοο το μυαλό,
δίχως να νοιώθω τι αγαπώ,
και τι 'θελα μισήσει.

Ω! πόση να 'ν' η αποθυμιά,
στη σκοτεινή την ερημιά,
στην κλίνη τη νωπή μου;
Στερνό λιβάνισμα ο αχός.
Δίχως μ' αυτόν πια - δυστυχώς -
θ' ακούγεται η σιωπή μου....;


©Γιώργος Ν. Μανέτας

















Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

 


Στα ξαφνικά



Χαρά δεν είχα που έφευγε και χάνονταν στο μούχρωμα
την ώρα που όλα σβένανε κι απόμενα μονάχη.
Ήταν δική του απόφαση. Στα ξαφνικά και απρόσμενα,
ένοιωσα σα να βύθιζαν κι η θάλασσα κι οι βράχοι.

Κι έμεινα μόνη να κοιτώ τ' αστέρια και τα σύμπαντα
δίχως εκείνον που 'θελα, μιαν αγκαλιά να πάρει.
Κι αυτό, μου στοίχισε πολύ μιας και συνήθεια το 'χαμε
πάντα να ταξιδεύουμε με λύρα και δοξάρι.

Τι ξαγρυπνώ στα κύματα τώρα και τα ονειρεύομαι,
τι στα βουνά μονάχη μου τις νύχτες καρτερώντας,
αυτός, που τόσο αγάπησα και τόσο πολύ πόθησα,
έφυγε· κι έτσι απόμεινα μονάχη μου, απορώντας

αν θα γυρνούσε κάποτε στα ξαφνικά, όπως έφυγε
κι αυτές, οι στέρφες αγκαλιές να νοιώθανε και πάλι.
Να νοιώθαμε, σαν ήμασταν κι ίσως και πιο καλύτερα,
μιας και λουλούδι ο έρωτας, φυλλοβολεί και θάλλει.



©Γιώργος Ν. Μανέτας










Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

 


Γυναίκα ΙΙΙ



Γυναίκα! έννοια άρρητη. Της πεμπτουσίας εικόνα.
Αγία, σεπτή, λατρευτική, πνοής οσμή από μύρο.
Δροσιά στης πλάσης τη σπορά - πρώτη σταγόνα.
Πώς για κλινάρι, δέχθηκες στο σώμα σου να γείρω;

Ο ανασασμός σου, μι' άνοιξη σ' έν' ανθισμένο κήπο.
Που λαχταρούν οι μέλισσες να πιούν απ' τους χυμούς.
Που λαχταρούν τ' ανθόκλαδα ψιλής βροχής το χτύπο.
Που σαν σε εικόνα, προσκυνούν να γιάνεις τους καημούς.

Εσύ! τ' αέναο θηλυκό στου σύμπαντος τα μάκρη.
Γέννηση εσύ και θάνατος - πού λάμνουν οι καιροί.
Ισόθεη Χάρη. Κι ύστερα στης Παναγιάς το δάκρυ.
Φλόγα ιερή, που στοίχειωσες στο πρώτο της κερί.

Πόλις πολύβουη. Ερημική. Μήτρα, Γυναίκα, Μάνα!
Ω, Πασιφάη! που λάτρεψαν στον τοίχο της Κνωσού.
Γοργώ συ που 'θελες χορό, πριν ν' άρχεις στον παιάνα.
Πυθία, Ιέρεια των χρησμών. Σαπφώ, της Ερεσού.

Στην Αλεξάνδρεια κι έπειτα: Κλεοπάτρα. Υπατία.
Αδάμαστες, στ' ανάστημα: Διοτίμα, η εμπνευστής.
Η ρίμα, θήλυ που ζητεί της άγνοιας την αιτία,
γι' αυτές... όπου δε δέχθηκαν να ζουν γονυπετείς.



©Γιώργος Ν. Μανέτας













 


Γυναίκα


Σε είδα στον ύπνο μου, περίσσια κόρη.
Ζεστά ψιθύριζες πως μ’ αγαπάς.
Ήταν το βλέμμα σου σαν τ’ αγριοβόρι,
κι ήσουν ανάρια – σα να πετάς.

Είχ’ ένα κίτρινο μάγο φεγγάρι
και γύρω μι’ άνοιξη φανταστική.
Τα νυχτολούλουδα, ήσαν μια χάρη,
κι εσύ στον διάκοσμο πραγματική.

Πέρα και κάτω από ένα δέντρο,
μου ‘δειχνες πόσο πολύ αγαπάς.
Ήμουν ο κόσμος σου κι εσύ το κέντρο.
Το άγιο εικόνισμα μιας εκκλησιάς.

Κι ύστερα… χάθηκες μες στο σκοτάδι
κι ο κόσμος έγινε λίγος, κοινός.
Αχ! πόσο θα ‘θελα ένα σου χάδι
αγία, που πόθησα – ο αμαρτωλός.

...................................

(Την είχα πάντοτε μες στ' όνειρό μου.
Ήταν ο πόθος μου, ο αληθινός.
Ήλιος στ΄ αφώτιστο παράθυρό μου.
Σκέψης - περίπατος ο πρωινός.

Είχα έναν έρωτα τρελό μαζί της.
Ένοιωθ' αγάπη, αληθινή.
Ήταν της λύπης μου πίκρα, γλυκύτης.
Του ανέφικτου ήταν - παντοτινή.

Κι ύστερα... έφυγε κι έμεινα μόνος.
Ταξίδι δίχως πια γυρισμό.
Όλα τα αισθήματα γίνανε πόνος.
Για κείνη γνώρισα τον μαρασμό.

Kαλόγρια έγινε κι είπαν εχάθη.
Ώσπου μια νύχτα, στα σκοτεινά,
την είδα εμπρός μου· κι εγώ εμαράνθη
κατου απ' τα κόκκινα, τα φωτεινά...)


©Γιώργος Ν. Μανέτας