Όταν τις σκέψεις μου διαβείς, μην βιαστικά περάσεις.
Στου νου μου στάσου την πλαγιά μ’ αντικριστές τις λέξεις.
Να δεις πώς γίνεται η σπορά κι αυτή πώς θα καρπίσει.
Πώς θα γενεί της άνοιξης λουλούδι και θ’ ανθίσει.
Κι αν θέλεις, πάρε απ' τον καρπό και πάρε απ’ το λουλούδι,
μα σαν μοχθήσεις, ξάπλωσε να κοιμηθείς στο λόγκο.
Να σε σκεπάσουν τα ριζά του Μάρτη και τα χόρτα.
Να σε ξυπνήσουν τα πουλιά στ’ Απρίλη το κλινάρι.
Κι αν θα νιφτείς, μες στ’ αυγινό της άνοιξης το δάκρυ,
να καμωθείς στον άφθαρτο της στάλας της καθρέφτη.
(Λούσου του λόγου τ’ ακριβό μου τ’ άρωμα θυμάρι,
να σ’ οσμιστούνε τα στοιχειά και να σε προσπεράσουν.
Κι αν θα τ’ ακούσεις να μιλούν μ’ αβάσταγους ψιθύρους,
σκέψου, μην είναι δράκοντες που κουβαλά η ψυχή σου.
Μην αναβάλλεις μια στιγμή, δίχως σπουδή μη σπεύσεις.
Των λουλουδιών τα κίτρινα που σέπονται, πεθαίνουν...)