Ανθομαία
Στην χρονοταξιδιώτισσα Κορυφώ του Δάμανθη
Ήταν σοφή, ήταν αγέραστη κι αθάνατη
και σ’ έναν άλλο κόσμο είπε πως πάει.
Πως σαν κομήτης, ταξιδεύει πέρ' αδιάκοπα,
κι αέναα στην αρχή πάλι γυρνάει.
και σ’ έναν άλλο κόσμο είπε πως πάει.
Πως σαν κομήτης, ταξιδεύει πέρ' αδιάκοπα,
κι αέναα στην αρχή πάλι γυρνάει.
Είχε μιαν άπειρη ομορφιά κείνο το σώμα της
που λαμπερό μάς θύμιζε απ' αστέρα.
Σαν κυπαρίσσι, είχε ανάστημα περήφανο.
Των ταξιδιών είχεν εκείνο τον αέρα.
Αργά, τα βράδυα ολόγυρά της μαζευόμασταν,
πανέμορφες ν’ ακούσουμε ιστορίες.
Για τ’ ανερμήνευτα, στιγμή δεν την αφήναμε,
τις παιδικές πάντα μας έλυνε απορίες.
πανέμορφες ν’ ακούσουμε ιστορίες.
Για τ’ ανερμήνευτα, στιγμή δεν την αφήναμε,
τις παιδικές πάντα μας έλυνε απορίες.
Μόνο, θυμάμαι την ουσία των όσων έλεγε,
και πως, όταν ματάρθει η Ανθομαία,
ανθόσπαρτος ο τόπος, κι όπως εύοσμος
η Γη, θα στέκει πι' όμορφη απ' ωραία.
και πως, όταν ματάρθει η Ανθομαία,
ανθόσπαρτος ο τόπος, κι όπως εύοσμος
η Γη, θα στέκει πι' όμορφη απ' ωραία.
Μια νύχτα, ως ήρθε ξαφνικά, με την πανσέληνο,
για μια στιγμή μας κοίταξε κι εχάθη.
για μια στιγμή μας κοίταξε κι εχάθη.
Είναι φορές, οπού την βλέπω νύχτα στ’ άπειρο
να εξέρχεται, στου σύμπαντος τα βάθη.