Κύριε...
παρακαλώ για μιαν ευχή, σ' ό,τι κακό μας βρήκε…
κι αν σας ζητώ, τη λύπη σας στον πόνο που μου βγήκε,
είναι γιατί, στη χώρα μου, οι κυνοβουλευτάδες
απαρνηθήκαν τον αγρό και γίνανε λεφτάδες.
Της διαβολής οι ακίδες τους, στου δαίμονα τα βέλη.
Δεν μεσουράνησαν ποτέ, της πονηριάς οι αγγέλοι.
Παρακαλώ, προσέξετε το γλυκομίλημά τους,
τ' απόμακρο, το σκοτεινό κείνο τ' ανάβλεμμά τους.
Δεν είναι κρίμα μου η σοδειά, άπιαστη πάντα να 'ναι;
Δούλεψα! ξενοδούλεψα, μα τα παιδιά πεινάνε.
Βγήκανε φίδια και σκορπιοί, μα θα 'ν' μόνο για λίγο.
Γράψε· του κλέψαν τη σοδειά, τ' αμπέλι από τον τρύγο.
Γι’ αυτό και μόνο σας ζητώ, μην λυπηθείτε, διόλου!
Τα βδελυρά, τ’ ακάθαρτα, στην εύνοια του διαβόλου.
Σφαλίστε μόν' τα μάτια μου, τ' ανάξιο τούτο στόμα,
κι όσα που γράφτηκαν εδώ, ας παν όλα στο χώμα.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
Χωρίς Γη ΙΙ
Ελλάς
Κάθε σαν θάλασσα με πλήττεις, τίποτα.
Ίσως για σένα να μιλώ δεν είχα.
Απ’ όσα ψέλλισες καλύτερα τ’ ανείπωτα.
Ότι μ’ αρνήθηκες σεβάστηκα κι απείχα.
Για σένα πλήθυνα της θάλασσας τα ονόματα.
Στους λογισμούς μου ακρόπρωρο είχα σένα:
Στοιχειό που πάλευε σ’ ενός καμβά τα χρώματα,
κινώντας στ’ άγρια τα νερά πέρα στα ξένα.
Μύρα σου στέλνω απ’ τ’ αστρικά κι άνθη μαγιάτικα
κι ό,τι από τ’ άλλα ξενικά τ’ άγνωστου κόσμου
που, σ’ τα συνάζω τα πρωινά τα κυριακάτικα,
να τ’ αναδεύεις πλέρια στ’ άρωμα του δυόσμου.
Για σένα μίσεψα στ’ ανέβαθα του σύμπαντος,
– άλλοτε δίχως να μπορώ να σ’ ανταμώσω –
κι έτσι που χρόνια καρτερώ σ’ έν’ άστρο ακύμαντος
εύχομαι ρίζα να γενώ και να ριζώσω.
©Γιώργος Ν. Μανέτας