Μάνες
Γεννήθηκα μια νύχτα με πανσέληνο,
ένα Σάββατο, βράδυ.
Με τη φωνή με γλύκαινε,
και μ’ άλειφε με λάδι.
Γεννήθηκα Δευτέρα, με βροχή,
μια Τρίτη, μεσημέρι.
Λυσσομανούσαν οι άνεμοι,
και μου ‘πιανε το χέρι.
Γεννήθηκα Τετάρτη, μι’ άνοιξη,
και μου ‘φερνε λουλούδια.
Τους φόβους μου, – που ‘ταν πολλοί,
πλημμύριζε τραγούδια.
Γεννήθηκα μια Πέμπτη, στριμωχτά,
σ’ ένα καλύβι μέσα.
Είχε τον πλούτο στην καρδιά,
και στην ψυχή τη μπέσα.
Γεννήθηκα Παρασκευή, στο δρόμο.
Έφιππη Μοίρα ήταν εκεί,
κι ήταν, θυμάμαι Κυριακή,
που μ’ έφερνε στον κόσμο.
Όσες φορές με γέννησε,
τόσες θα τις χρωστάω.
Μάνα, που μάνα γέννησες,
για σε πάντα πονάω.
ένα Σάββατο, βράδυ.
Με τη φωνή με γλύκαινε,
και μ’ άλειφε με λάδι.
Γεννήθηκα Δευτέρα, με βροχή,
μια Τρίτη, μεσημέρι.
Λυσσομανούσαν οι άνεμοι,
και μου ‘πιανε το χέρι.
Γεννήθηκα Τετάρτη, μι’ άνοιξη,
και μου ‘φερνε λουλούδια.
Τους φόβους μου, – που ‘ταν πολλοί,
πλημμύριζε τραγούδια.
Γεννήθηκα μια Πέμπτη, στριμωχτά,
σ’ ένα καλύβι μέσα.
Είχε τον πλούτο στην καρδιά,
και στην ψυχή τη μπέσα.
Γεννήθηκα Παρασκευή, στο δρόμο.
Έφιππη Μοίρα ήταν εκεί,
κι ήταν, θυμάμαι Κυριακή,
που μ’ έφερνε στον κόσμο.
Όσες φορές με γέννησε,
τόσες θα τις χρωστάω.
Μάνα, που μάνα γέννησες,
για σε πάντα πονάω.