Το βουνό
Α, να 'μουν κείνο το βουνό,
έτσι, περήφανα ψηλό,
με δέντρα και με ρούγες,
να βλέπω τα λυκόπουλα
και τα μικρά τ’ αϊτόπουλα
π’ απλώνουν τις φτερούγες
Οπού τα νύχτια τα πουλιά,
που κατεβαίνουν την πλαγιά,
την άγρια ράχη,
που δροσερό ψάχνουν νερό,
και με τον άγριο τον καιρό,
δίνουνε μάχη
Και στο χορτάρι του κειδά
ένα ελαφάκι που πηδά,
που γύρω τρέχει,
να το μπορώ να το χαϊδεύω
και την ψυχή του να ημερεύω,
ώστε ν'αντέχει
Τ’ άγρια τα γύρω που βρυχούν,
κι όλα τα πλάγια που αντηχούν,
αντιλαλώντας –
κι έτσι, ως θα φτάνει το πρωινό,
να λέω: "Αχ, να 'μουν το βουνό",
χαμογελώντας...