Βαρδιάτορες ΙΙ
Στην έρημη απ’ ανθρώπους τούτη θάλασσα
και κάτω απ’ το θερμό του Νότου αγέρι,
νυχτερινοί ψιθυρισμοί εσένα ορίζανε
για ένα ταξίδι - ονειρικό, σ’ άγνωστα μέρη.
Σπαρμένοι κήποι – μαργαρίτες, κάμποι αμάραντοι
κι άνθη πρωτόφαντα στα μάτια, ως ρίμας κρίνα,
δίνουν μιαν αίσθηση γαλήνης – αυλός εύθυμος:
Σε Βαλς, η Οντέτ του Τσαϊκόφσκι, η μπαλαρίνα.
Η σκέψη απάνεμη κι ο νους – ταξίδι στ’ όνειρο
ώσπου, σε ανάμνησης ρωγμή, άρια της Κάλλας
αντιλαλεί μες στης ψυχής σου τα κατάβαθα:
Ω! “Κάστα Ντίβα” ονειρική, Νόρμα της Σκάλας.
Η γυμνή μάχα του Ντελ Πράδο – γοργόνα ξύλινη,
χρόνια γλυμμένη από του κύματος τη σμίλη,
όμως, οι ναύτες οι τρυφεροί και οι πιο φιλόστοργοι,
πάντα ξεπλένουν τ’ αρμυρά, ωραία της χείλη.
Κι ως του μυαλού σειέται το σύμπαν – κυανός ίλιγγος,
κραυγές πνιγμένων ναυαγών – σάπιο μαδέρι..
“Στις βάρδιες πρέπει να ‘ν’ τα μάτια πάντα ορθάνοιχτα"
είπες· κι ακόμη: "Ο καιρός βροχή θα φέρει".