.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013


Εσπεράνσα



Πυρόξανθη, σαν τη φωτιά και σαν τον ήλιο, ξένη,
κοχύλι ψάχνω να κρατεί τα γκρέμια σου μαλλιά.
Λυσίκομη, δεν σε θωρώ στο φως οπού σε ραίνει.
Φασματική, δε σε μπορώ να σ' έχω γι’ αγκαλιά.

Κι αν δε σε γνώρισα ποτέ, κι αν καθαρά δε σ' είδα - 
ως λικνιζόταν το κορμί στο λιγοστό το φως, 
την ώρια έλουζε σκιά μια μαγεμένη αχτίδα,
τόσο, που ποίημα μου 'γινε κι απώτερος σκοπός:

«Tη γνώρισα μια Κυριακή μες στη βροχή 
κι ήθελα τόσο να της πω μια καλησπέρα,
όταν οι στάλες πέφτανε με τον αέρα
και υγραίναν του προσώπου της κάθε πτυχή.

Είχε μι' αρχέγονη ομορφιά το σώμα της,
κισσός πλεγμένος πέφταν τα μαλλιά της,
το κόκκινο στα χείλη είχε το στόμα της
και κάτι από τα σύννεφα η ματιά της.

Πάνω της, κίτρινο φορούσε το φεγγάρι
και σκουλαρίκι έναν αστέρα λαμπερό.
Έμοιαζε κύμα ζωγραφιάς, ανέμου χάρη!
Είχε τον ήλιο περασμένο στο λαιμό.

Είχε πια φύγει όταν με πήρε το σκοτάδι,
με τη βροχή, προς ένα γκρίζο ουρανό.
Μες στα ταξίδια, είναι ο πόνος και το χάδι,
που ακολουθούν σε κάθε τόπο μακρινό».

Μπορώ σε θάλασσα βαθιά, σφοδρά τρικυμισμένη.
Να ζω στην άβυσσο μπορώ με γύρω μου στοιχειά.
Μα δεν μπορώ να σε ξεχάσω, ξένη αγαπημένη.
Απ' έρωτα μου 'χει πληγεί, η δύστυχη καρδιά.



©Γιώργος Ν. Μανέτας