.

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011


Παρακαλώ σε


Ο τόπος που γεννήθηκα, που ’ν’ της καρδιάς μου, τόπος,
είχε πολύσχημα βουνά με δέντρα και με ρούγες.
Είχε πλατάνια, ν’ αφεθείς μες στης σιωπής τ΄ απόσκιο.
Είχε πηγάδια δροσερά, να πιεις και να μεθύσεις.

Άξιες κοπέλες, είχε. Γιους. Βουνίσια παλληκάρια,
ώρια, πανώρια ως τα βουνά του Ολύμπου και της Όσσας.
Άμα τη φούχτα κλείνανε, ραγίζαν το λιθάρι,
λυγίζαν τ’ αγριοπούρναρο, στο πάτημα τ’ αντρίκιο.

Τώρα, ζητώντας μου η ψυχή, με στέλνει πάλι πίσω
μα δεν η ρούγα πια γνωστή και το βουνό, δεν θέλει!
Όσες φορές προσπάθησα χωρίς για να τον φτάσω,
τόσες εκείνη μου η καρδιά, μου μίκραινε το χτύπο.

Παρακαλώ σε, - που θα βρεις τον τόπο τον χαμένο,
μεμιάς να πέσεις καταγής, το χώμα να φιλήσεις.
Μόνο μην πρόσκαιρα σκεφτείς στα βιαστικά να κάτσεις:
Αν ξαπλωθείς στ’ απόσκιο του, πίσω πια δεν γυρίζεις…



©Γιώργος Ν. Μανέτας