Kαταισχύνη
Παρακαλώ σας, πείτε μου! πώς μέσα μου να γιάνω;
Πώς μέσα μου για να χαρώ, που μου 'τυχαν εμπρός μου;
Θαρρώ πως πρέπει να τα πω πριν μου 'ρθει ν' αποθάνω.
Θαρρώ πως πρέπει να γενεί ο απώτερος σκοπός μου:
Στην αχυρένια μια νυχτιά του Νίγηρα καλύβα,
στην αγκαλιά μου ένα παιδί σχεδόν σκελετωμένο,
(τ' αθώα ματάκια του θυμάμαι ακόμη ως με κοιτούσαν)
στα ξαφνικά, ξεψύχησε για το 'χανε ταμένο
της Δύσης κείνα τα θεριά, οπού κανείς δεν θέλει,
που κλέβουνε της Αφρικής το γάλα και το μέλι.
Στις Φιλιππίνες, στο Ροξάς, δε θα 'τανε τεσσάρων...
που κάποιος ναύτης Γερμανός το πήρε να χαλάσει.
Σημάδι το 'χω στη ζερβή γροθιά μου, κι έχω ακόμη
τα δόντια εκείνου, που 'σπασα να μην ξαναγελάσει
της Δύσης τ’ άγριο το σκυλί, που θέλει να ξεδώσει,
και την Ασία την πόρνεψε για να τον ξεπληρώσει...
Κι ήταν, ακόμη, στο Καλάτ που την πετροβολούσαν
γιατ' είχε κάποιον μόνη της θελήσει ν' αγαπήσει.
Ντράπηκα τόσο κι έκλαψα σαν το 'δα με τα μάτια
που τα 'βγαλα, μη ματαδώ την πρόστυχη τη Δύση
που σπούδασε τους εθνικούς δοτούς της ηγετίσκους,
και με πετρέλαιο μόλυνε τους ηθικούς και θρήσκους.
Στην Καρθαγένη κι ύστερα, - Θέ μου, συγχώρεσέ με,
μα το 'δα εμπρός να γίνεται το φονικό στην πράξη,
κάποια πολύ που αγάπαγε το νταβαντζή με πάθος,
ένα μαχαίρι τράβηξε κι εκείνον είχε σφάξει. -
Για του χρυσού τ' αντάλλαγμα, τους πήγαν την πανώλη.
Τους κυβερνούν πανσπερμικά της Δύσης, και Διαβόλοι!
Έχω της μαύρης ξενιτιάς τραγούδια εγώ γραμμένα
που κρύβω χρόνια μέσα μου για δεν πολύ θ' αρέσουν.
Είναι στενάχωρα, γιατί με δάκρυα είναι δοσμένα
τόσο, που θα με οικτίρετε, γιατί θα σας πονέσουν...