Συνείδηση
Κι αν ήρθε, για λίγο, μηδέ το θυμάμαι.
Ζυγώνει κι η νύχτα διψά να την πιεί.
Τη σκέψη στοιχειώνει μα δε που ματώνει.
Στη σκόνη του δρόμου τ’ αχνάρι της λιώνει.
Αυτή σαν αστέρι φωτάει να μου πει:
Αμνήμονας πρέπει που ξένο κοιμάσαι.
Στρεβλός είν’ ο κόσμος ή μήπως εσύ;
Το χέρι γνωρίζει τι πρέπει ν’ αγγίζει.
Αργά μες στον ύπνο δειλά ψιθυρίζει:
"Νυφιάτικο φέρεις και βέρα χρυσή."
Θα σ’ έχουν δεμένη με τ’ άλυτα μάγια.
Σε βλέπω υπνωμένη σε μαύρους καπνούς.
Σκιά δεν υπάρχει και πρέπει για να ‘χει.
Το σώμα κοιτάζω στο φως αν υπάρχει.
Απάνω του βλέπω καιρούς σκοτεινούς.
Μια σπίθα πασχίζω φωτιά για ν’ ανάψω.
Τ’ ολόσπαρτο μέσα να κάψω του νου.
Ευαίσθητη θα ‘μαι γι’ αυτό δεν κοιμάμαι.
Μου εφάνει πως ήρθε μα δεν που θυμάμαι.
Θα ζύγωσε πάλι με βήμα παιδιού.
Ζυγώνει κι η νύχτα διψά να την πιεί.
Τη σκέψη στοιχειώνει μα δε που ματώνει.
Στη σκόνη του δρόμου τ’ αχνάρι της λιώνει.
Αυτή σαν αστέρι φωτάει να μου πει:
Αμνήμονας πρέπει που ξένο κοιμάσαι.
Στρεβλός είν’ ο κόσμος ή μήπως εσύ;
Το χέρι γνωρίζει τι πρέπει ν’ αγγίζει.
Αργά μες στον ύπνο δειλά ψιθυρίζει:
"Νυφιάτικο φέρεις και βέρα χρυσή."
Θα σ’ έχουν δεμένη με τ’ άλυτα μάγια.
Σε βλέπω υπνωμένη σε μαύρους καπνούς.
Σκιά δεν υπάρχει και πρέπει για να ‘χει.
Το σώμα κοιτάζω στο φως αν υπάρχει.
Απάνω του βλέπω καιρούς σκοτεινούς.
Μια σπίθα πασχίζω φωτιά για ν’ ανάψω.
Τ’ ολόσπαρτο μέσα να κάψω του νου.
Ευαίσθητη θα ‘μαι γι’ αυτό δεν κοιμάμαι.
Μου εφάνει πως ήρθε μα δεν που θυμάμαι.
Θα ζύγωσε πάλι με βήμα παιδιού.