Το νησί
Το ’χω καιρό στο κιάλι μου και σιγοκλαίω σαν γράφω
για τ’ άμοιρο τούτο νησί, το πάντα ορφανεμένο,
το δίχως κάποιον πάνω του να χολοσκάει, να νιώθει
μέχρι, στην πόρτα να γρικάει του μεντεσέ το γρύλο.
Ποιο πεπρωμένο το κρατεί και δεν βυθίζει, αλήθεια,
δίχως χαρές παιδιάτικες και δίχως χαμογέλια,
δίχως στον μόλο να προσμένει τ’ άσπρο, τ’ ασκωμένο
το χέρι, για χαιρετισμό στο πήγαινε, στο καλωσήρθες.
Οι ξενιτιές μην έφταιξαν κι έρμο τώρα φαντάζει
και στέκει μεσοπέλαγα σαν πάντα ορφανεμένο,
δίχως γερόντους, δίχως νιους και δίχως τις κοπέλες
μωρουδιακά ν’ απλώνουνε πού φτάνει ο αγέρας, ο ήλιος.
Τ’ άνθη, τι φύονται στις αυλές κι εύοσμα ολόρθα στέκουν
κι απ’ τους γιαλούς, τι γνέφουνε τ’ αμέτρητα αρμυρίκια
όταν, δεν έχει στο νησί ένα βλέμμα, για να στρέψει.
Όταν, χαμένο σε άμπωτες και σε παλίρροιες, κείται...
Κόσμος
- Στο ταξίδι που κίνησες για τα πέρατα μέρη,
προσμετράς τ’ όνειρό σου μα σου βγαίνει λειψό.
- Μες στου νου μου τ’ ασύνορο, αριβάρω έν' αστέρι:
Στ’ όραμά μου μια θάλασσα που σαν βλέπω διψώ.
Πεφταστέρι που βύθισες και σε φέρω στο βλέμμα,
που συλλέγω σ’ ευχές μου κι έχω κάνει σωρό,
άμα θέλεις, ανάσυρε μ’ ένα γρίπο το γέμα,
να σας έχω στη ρίμα μου μνήμες σαν ιστορώ.
- Κάθε λέξη ένας ψίθυρος που φτερώνει στ’ αψήλου.
Ναυαγοί που σκορπίσατε - δίχως τέλος κι αρχή.
- Φορώ πάντοτε τ' άχραντο το σκουτί του ναυτίλου,
προστατεύοντας στ’ άστατα των καιρών μη βραχεί.
Μύρια τ’ άστρα και τ’ άπειρα, πεφταστέρι. Θυμήσου:
Αλογάριαστα πόσα σας συλλέγω μ’ ευχές…
- Έλα! Ξάπλωσε, αγόρι μου. Σε θωπεύω. Κοιμήσου.
- Μάνα, οι σκέψεις μου ασύνορες κοσμικές προσευχές.