Ελλάδα: Μήτρα εσύ της Γης και λίκνο των ανθρώπων,
στ’ όμορφο πάνω σώμα σου φέτος δεν ήρθε Μάρτης.
Δεν ήρθε μι’ άνοιξη γλυκιά να πρασινίσει ο κάμπος,
να μπολιαστεί το χώμα σου και πάλι να καρπίσει.
Δεν ήρθε μέλισσα χρυσή μηδέ πουλί κι αηδόνι,
δεν έφτασε το φωτεινό της γαλανότητας σου,
των δειλινών δεν έφτασε το πολυαγαπημένο.
Ήρθε μόν’ τ’ άστρο της αυγής, αυτό που τρεμοσβήνει.
Πώς νιώθω σε, πόνο βαρύ σαν τη σιωπή σε οδύνη.
Πώς νιώθω σε, Θράκη μισή ποτέ πι’ αναστημένη.
Βλέπω μονάχα μαυρανθούς στο μέλλον των ματιών σου.
Βλέπω σταυρούς μαρμάρινους, τα πετροχελιδόνια.
Ελλάδα: Θήλυς άφθαρτο. Δαυλέ συ των αχράντων,
άδολο λίκνο ασύγκριτο στην ύπαρξη των κόσμων,
δεν πρέπει ακάμωτη χωρίς της δόξας το στεφάνι.
Της Γης φτάνουν οι λεύτεροι να σε δαφνοστολίσουν.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
Ελλάς III
Την ομορφιά σου θαύμαζαν
κάθε που σε κοιτούσαν
κι ήταν ο κόσμος γύρω σου
κι όλοι για σε μιλούσαν
και φλόγιζαν τα μάτια σου
απ’ την πολύ χαρά.
Κι αυτούς που τόσο φρόντιζες
ταγίζοντας τα μύρια,
οχτροί σου τώρα γίνανε
ζητώντας ‘κατομμύρια
κι ο κόσμος όλος χάθηκε
κι η τόση σου χαρά.
Και ξέχασαν τις ομορφιές
κι όσα σου ‘χαν θαυμάσει
και σου τα πήραν όλα σου –
μα πώς να τους προφτάσει
που ολόρθη τώρα στέκεται
και με λυγμούς θρηνεί.
Μαύρες οι μέρες της κυλούν
μα πάλι αυτή ξεχνάει
και στα παιδιά που γέννησε
τη λύπη της ξεσπάει
μέχρι βαρύς ο πέλεκυς
της ξενιτιάς ξανά.
Μα ήρθε η μέρα κι έφτασε
σ’ αστροπελέκι πάνω
η Ιστορία και φώναξε:
«Ήρθα να σε προκάνω!
Το θρήνο σου τ΄ ακούσαμε
κι ό,τι που σε πονεί.
Κόρη που σε θαυμάσανε
κι έθνη χαλιά σου στρώσαν
όσες φορές τα μάτια μου
για σένα μου βουρκώσαν
ήταν γιατί όσα μου ‘δωσες
σε μάρμαρο γραφτεί.
Τώρα σήκω και φώναξε
τα σύμπαντα ν’ ακούσουν
κι όσοι πολύ σ’ αδίκησαν
στις δάφνες να σε λούσουν
πριν ο θυμός μου αβάσταγος
και η πένα μου βαριά.