Φάσμα
Τώρα που δίχως άνοιξη και σύννεφο να βρέξει,
που σπόρος πια δεν έμεινε κι ουδ’ έμεινε καρπός,
τι μου θωπεύεις που κρατά της κόμης μου την πλέξη;
Δείξε μου χώμα κι εύρωστος αν έμειν' ευανθός.
Τώρα που η γης ξεράθηκε και σιώπησεν η φύσις,
που τα πουλιά χαρούμενα δεν κελαηδούνε πια,
τι μου ζητούν τα χείλη σου γλυκά να με φιλήσεις;
Πώς να χαρώ τον έρωτα με πόνο στην καρδιά;
Τώρα που τ’ άνθη μάραναν στην άβρεχτην αυλή μου,
που τα μελίσσια ξέμαθαν τις μύριες ευωδιές,
τι μου μιλούν τα μάτια σου και τάζουν στο κορμί μου;
Δε βλέπεις, πώς απόκαμαν τα μύρτα και οι ροδιές;
Τώρα που ο ήλιος έσβησε και τ’ άστρα σκοτιστήκαν,
που τα ποτάμια σίγησαν κι εκείνη τους η ορμή,
έρωτα, πώς να σου δοθώ που τ' άπαντα χαθήκαν;
Τι μου θωρείς το φάσμα μου και ψάχνεις γι' αφορμή;
που σπόρος πια δεν έμεινε κι ουδ’ έμεινε καρπός,
τι μου θωπεύεις που κρατά της κόμης μου την πλέξη;
Δείξε μου χώμα κι εύρωστος αν έμειν' ευανθός.
Τώρα που η γης ξεράθηκε και σιώπησεν η φύσις,
που τα πουλιά χαρούμενα δεν κελαηδούνε πια,
τι μου ζητούν τα χείλη σου γλυκά να με φιλήσεις;
Πώς να χαρώ τον έρωτα με πόνο στην καρδιά;
Τώρα που τ’ άνθη μάραναν στην άβρεχτην αυλή μου,
που τα μελίσσια ξέμαθαν τις μύριες ευωδιές,
τι μου μιλούν τα μάτια σου και τάζουν στο κορμί μου;
Δε βλέπεις, πώς απόκαμαν τα μύρτα και οι ροδιές;
Τώρα που ο ήλιος έσβησε και τ’ άστρα σκοτιστήκαν,
που τα ποτάμια σίγησαν κι εκείνη τους η ορμή,
έρωτα, πώς να σου δοθώ που τ' άπαντα χαθήκαν;
Τι μου θωρείς το φάσμα μου και ψάχνεις γι' αφορμή;