Επάγγελμα ναυτικός
Απόκαμα, στις ξενιτιές και στα καράβια, ναύτης.
Τριάντα χρόνια, να φαντάζει ανέφικτη η στεριά.
Πιότερο εργάτης φάμπρικας παρά σαν αργοναύτης,
μ' αιώνια έγνοια, τον πνιγμό και την κακοκαιριά.
Δίχως οδούς η νιότη μου και δίχως παραδρόμους.
Δεν έζησα, της φαμελιάς τους πλείστους ασπασμούς.
Ανέγνοιαστος πώς ήθελα να περπατώ στους δρόμους,
κι όχι σκυφτός στους χάρτες μου να βγάζω προορισμούς.
Δέντρο ποτές δεν άγγιξα μηδέποτε ένα φύλλο.
Μηδέ κάτω από πλάτανο, σκιά για να αισθανθώ.
Ν' ακούσω τα μεσάνυχτα τον τζίτζικα, τον γρύλο.
Του λουλουδιού της άνοιξης που σκάει, τον πρωτανθό.
Καλύβα! για ν' αφουγκραστώ, να κλάψω, να γελάσω.
Να δω πώς μεγαλώνουνε - αχ! τα μικρά παιδιά...
Το κουρασμένο σώμα μου στη γης να ξαποστάσω.
Κάτω από τ' άστρα να βρεθώ κι απ' την αστροφεγγιά.
Τριάντα χρόνια θάλασσες... ξενύχτια και φουρτούνες.
Πιότερο... ας έρθει ο θάνατος για ν' απολυτρωθώ!
Λάντζες. Πιλότοι. Πράτιγο. Ποστάλια και μαούνες.
Άγιος... δίχως εικόνισμα, να με προσευχηθώ...
©Γιώργος Ν. Μανέτας