A, Τούρκε…
Τούτη δεν είναι μου η στιγμή κι οπού 'θελα να ζω.
Γύρω σκοτάδια. Σαν πληγή μ’ ακούγεσαι στα ξένα.
Το βλέμμα μου, στρέφει γι’ αλλού, μου αρνείται να σε δω.
(Άμα στρεβλά μου τα 'πανε και λάθος τ’ αποδίδω,
ας μου δοθεί μια σάρισα μεμιάς να σκοτωθώ!
Να μου βληθεί θραύσμα βαθύ σε φυλακή του Βίδο.
Να γκρεμιστώ απ’ το Ταίναρο για ν’ απολυτρωθώ).
Πείσμονας είμαι. Δεν ξεχνώ… Το δίκοχο και πάμε!
Φέρω κορφιάτη κύτταρο και πάππο μπιστικό.
Μιαν απλωσιά τα πόδια μου, τρεις θάλασσες και να με:
Τούρκε! Α, Τούρκε! δεν νογάς ποιος είν’ τ’ αφεντικό…
Γύρω σκοτάδια. Σαν πληγή μ’ ακούγεσαι στα ξένα.
Το βλέμμα μου, στρέφει γι’ αλλού, μου αρνείται να σε δω.
(Άμα στρεβλά μου τα 'πανε και λάθος τ’ αποδίδω,
ας μου δοθεί μια σάρισα μεμιάς να σκοτωθώ!
Να μου βληθεί θραύσμα βαθύ σε φυλακή του Βίδο.
Να γκρεμιστώ απ’ το Ταίναρο για ν’ απολυτρωθώ).
Πείσμονας είμαι. Δεν ξεχνώ… Το δίκοχο και πάμε!
Φέρω κορφιάτη κύτταρο και πάππο μπιστικό.
Μιαν απλωσιά τα πόδια μου, τρεις θάλασσες και να με:
Τούρκε! Α, Τούρκε! δεν νογάς ποιος είν’ τ’ αφεντικό…
©Γιώργος Ν. Μανέτας
Της φωτιάς
Α, να 'χα στόμα η θάλασσα της Σμύρνης, να μιλήσω…
ν’ απαριθμήσω τους νεκρούς που κράτησα στα χέρια.
Να σηκωθώ απ’ τα βάθη μου θεριό για να ρωτήσω:
Ξένοι! Α, ξένοι! Οπλίσατε του Αγαρηνού τ’ ασκέρια;
Ανάγκη μου το ‘χω να πω, καθώς στα βύθια κάτου
μωρά, νεκρά ελληνόπουλα κοιμίζω κάθε βράδυ.
Μοιρολογώ λυπητερά Σμυρναίικα του θανάτου,
κι ως τα σκεπάζω, τα φιλώ με παρηγόριας χάδι.
Παρακαλώ σας! φέξτε μου να ξεπλυθώ απ’ το αίμα
της πικραμένης της γενιάς της αδικοχαμένης.
Να μη χαρώ ποτέ ξανά της ομορφιάς το γέμα.
Ίδια η ψυχή μου ελλήνισας μάνας χαροκαμένης.
Φέρτε μου σκούρα σάβανα και φέρτε μου τα μύρα
και φορεσιά μου, φέρετε της άβυσσος, το μαύρο.
Εγώ είμαι! Η κυρα – θάλασσα, η μαυροντυμένη χήρα.
Την περηφάνια που ‘χασα διψώ πάλι για να 'βρω.
……………………………….
Μαρία! Ελένη! Παιδί μου, Τάσο!!
Δημήτρη! Ρουμπίνη! Αντώνη! Λεϊλά!!
Αχ η έρμη, κουράστηκα και πώς να σας φτάσω.
Παιδιά μου, πού πάτε; ( Κανείς δε μιλά…)