Χαράματα
Δώδεκα – τέσσερις· και λες η βάρδια να τελειώσει.
Το 'να σου μάτι κρέμεται στης λήθης το κενό.
Να προσπαθεί τ’ ακοίμητο με τ’ άλλο να φιλιώσει
και να σου κρένει η θάλασσα σε χρόνο αληθινό:
- Κοιτάς; - Νοτιάς θα γύρισε και μου χαλάει τη βλέψη!
- Τ’ ώριο, δικό σου ανάστημα, δεν το 'χα καταγής;
- Τ’ ανέμου η σμίλη λάξεψε μικρόψυχα τη σκέψη
και δεν κρατάει τ’ απόσωσμα, της θύμησης αυτής.
……………………………………….
Νείρεσαι μι’ άγκυρα – σταυρό, με την καδένα σάπια.
Τα κρίματά σου στοίχειωσαν και γίνανε σκουριά.
Τα ψυχοτρόπα σκέφτεσαι μη σου 'φταιξαν τα χάπια.
Βογκάς. Ξυπνάς απότομα κι η ανάσα σου βαριά.
Όμορφο – λες – το πέλαγο, με θάλασσα μπουνάτσα.
Οσμίζεις χώμα, μάραθο και στεριανές αυλές.
(Σκέψη δεν θα 'βρει λεύτερη της προσφυγιάς η ράτσα).
Κάθεσαι. Πίνεις και μεθάς. Οι σκέψεις σου, θολές.
Φουντάγιο. Σκάντζα η βάρδια. Στου σκάπουλου τη διάτα:
– Ξύπνα! – Μα δεν κοιμήθηκα! – Τι κάνεις, από χθες;
"Τις πίκρες και τα βάσανα, στο σπίτι σου παράτα!"
Να τα μουντζώσεις, σκέφτεσαι. Το λες, μα δεν το θες...
II
Στάλαζε, σαν μου μήνυσες τις άγκυρες να πάρω.
Στα σκοτεινά ψηλάφιζα για την επιστροφή.
Το δρόμο οι σπίθες μου 'δειχναν απ’ το μεσαίο φουγάρο
και το λευκό απ’ τ’ απόνερα, σ’ απότομη στροφή.
Τη θάλασσα που κουβαλώ στους ώμους μου, σ' τη φέρνω.
Βιάστηκες για δε μέτρησες τα κύματα σωστά;
Το 'να μου τ’ άκρο το 'χασα και τ’ άλλο μου το σέρνω.
Τα νύχτια αυτά πτερύγια, μου φαίνονται γνωστά.
Μέρες τα ρέλια προσπαθώ μα δεν μπορώ να φτάσω.
Δεν με θωρείς που πνίγομαι; για δε μ’ αναζητάς;
Οι σκύλοι στήσανε χορό και πρέπει να προφτάσω.
Το μπόι στο καραβόπανο, τι θες και το μετράς;
…………………………………….
Απότομα, κει που ξυπνώ μπροστά σ’ έναν καθρέφτη
βλέπω χλωμό το φάσμα μου και κάνω το σταυρό.
Ο σκύλος ο θαλασσινός το καύκαλό μου ερεύτη
ή το μυαλό μου απόκανε στις θάλασσες καιρό;
Φίλος ο Θάνατος παλιός μα δεν ποτέ του τάζω.
Κι αν του γελώ, προσέχοντας μη δώσω κι αφορμή…
Νείρομαι πάλι πως κοιτώ το χρώμα το γαλάζιο,
και πως αργώ στου ορίζοντα την άκαμπτη γραμμή.
ΙΙI
Βίρα τις άγκυρες και δες αν πάρθηκαν οι κάβοι.
Το "Γεια σου" μέριασε να δω στερνά του κοριτσιού.
Υγρός καιρός και καταχνιά νοτίσαν το καράβι.
Σ’ ένα κατάρτι φύτρωσε κλωνί κυπαρισσιού.
Τεφρά τα σύννεφα βαριά μ’ οσμή βροχής που φτάνει.
Μοιρολογεί ένας άνεμος που κλαίει σα να θρηνεί.
Ποιος νοσταλγεί τη θάλασσα τέτοιες στιγμές και ράνει
μ’ αγάπης ροδοπέταλα και με γλυκιά φωνή;
Λυσσάει ο δαίμονας καιρός να φτάσει το κοράκι.
Γλείφει το σίδερο κι ορμά στη μάσκα την πλωριά.
Όνειρο – σκέφτεσαι – καθώς μικρό που 'σουν παιδάκι,
όταν με τρόμο πάλευες του ονείρου τα θεριά.
Πριν το κορμί σου στο βυθό το φάνε τα χταπόδια,
παρακαλείς τον ύψιστο για να σε λυπηθεί.
(Ζαβά καράβια και καιρός μού τσάκισαν τα πόδια).
Προσμένει ο Xάροντας σκοπός για να σε κοιμηθεί.
Η ώρα πλησιάζει. Ντύνεσαι με το σαβανοπάνι.
Βουτάς στην άρμη που κοντά προσμένουν τα στοιχειά.
Φέρνεις στο νου σου της χαράς το τελευταίο λιμάνι.
Κοιτάς τα βάθη ψάχνοντας μιαν ήσυχη γωνιά.
Ώσπου να φτάσεις, θύσανοι σού στέλνουνε τ’ αντίο.
Χίλια κοχύλια σ’ ακουμπούν σε φύκη μαλακά.
Λες ζωγραφιά πανέμορφη το ηλύσιο αυτό τοπίο.
Έχει “ζωή” το αλλόκοσμο, καίτοι μοναχικά.
.......................... ....................
Φωτός κρουνός ο στοχασμός τα σκότη για να σβήσεις. -
Κύμα τα δάκρυα του πνιγμένου σπάνε στη στεριά.
“Μην από θάνατο πληγείς ποτέ και μ’ αρρωστήσεις”.
Πώς να σε βρουν, στην άκρατη του ερέβους σιγαλιά;
ΙV
- Πάρ' το δεξιά! Τι με κοιτάς; το πας μπαταρισμένο.
- Οι χίλιοι τόνοι, θα 'γειραν! μα ποιος να υποπτευθεί...;
- Αν δε με βρεις στη γέφυρα, στα χάη θα περιμένω.
- Δεν βλέπεις; Σάπιο απόκαμε και πάει να βυθιστεί.
Έλα, αδερφέ, να σ’ ασπαστώ πριν το στερνό λιμάνι.
- Καταμεσής της θάλασσας, ποιος ήθελε, χαθεί;
- Το καραβόπανο λειψό, και για τους δυο δεν φτάνει.
- Μέσα στα μάτια σου, θωρώ το πέλαγο βαθύ.
- Είν’ ο καιρός αλλόκοτος, κυκλώνει και μας φτάνει!
- Τον δαίμονα, τι πολεμάς με το κορμί σκεβρό;
Τούτο το σώμα που φορείς, σε λίγο θ’ αποθάνει.
- Ξημέρωσε! - Πού ‘σαι αδερφέ; (Τον πρόφτασα, νεκρό).
Ένα καράβι γύρω μου, συντρίμμια και κομμάτια...
Δέκα τρελά σκυλόψαρα μες στ’ άλικα νερά.
Κάθε κραυγή, κρατώ σφιχτά τ’ αυτιά μου και τα μάτια.
Δεν ξέρω αν ζω για πέθανα, ή αν είμαι στο παρά.
……………………………….
Τώρα που γύρω μου σιγή, μου λέει πως μετανιώνει.
Πως ο καιρός γαλήνεψε μαζί και τα θεριά.
Φτάνει στ’ αντίκρυ λέγοντας πως μ’ αγαπά. Φιλιώνει.
Κοιτώ τα μάτια της, στερνά να βρω κάποια στεριά.
V
Στις ερημιές της θάλασσας, θεριεύει ο νους και βάλλει
κι αναζητεί το βλέμμα σου ν’ αγγίξει τη στεριά.
Κλείνεις τα βλέφαρα, να δεις κάποιο κλωνί που θάλλει,
μα σαν τ’ ανοίγεις, κύματα, θάλασσα κι ερημιά.
Τα βάζει ο νους με το πυκνό και ζοφερό σκοτάδι
και με θυμό αποστρέφεται τον τόπο το γυμνό.
Του ανέμου ο ψίθυρος δηλοί πως φτάνει από τον Άδη.
Στη μοναξιά, το ανείπωτο αδημονείς πρωινό.
Φτάνει• μα είναι η θάλασσα σφοδρά τρικυμισμένη.
Η ανάσα σου, αρμυρή πληγή λαβώνει το γυαλί.
Καιρό να προσδοκάς καλό κι αυτή ως δαιμονισμένη,
να καταριέται αμείλικτα, να κρώζει, να ομιλεί:
"Στην άβυσσο, θα 'χω καιρό καλά να σε θωρώ...
Μαύρη πλερέζα σού κουνώ σημάδι να με φτάσεις!
Σ' όλο τον κόσμο σ' έψαχνα κι ακόμη το μπορώ.
Κάβους δυο χέρια μάτισα, για να μπορείς να πιάσεις."
Μεμιάς ζαρώνει ο μουσαμάς, διπλώνει κι αρχινά:
Σπάζουνε τα σαπόξυλα κι οι σφήνες ξεμακραίνουν.
(Μονολογείς: Τα ναύλα τους πως φταίνε, τα φτηνά...)
Πως ίσως αύριο σιωπηλά με τ’ άνθη θα σε ραίνουν.
Η πλώρη αγγίζει σύννεφο και σπάζει στο βυθό.
Γύρω κομμάτια μέταλλα και καύκαλα στολίδια.
Θάλασσα, εγώ που σ’ ήθελα για να σε κοιμηθώ…
τώρα χταπόδια ορέγομαι και του βυθού τα μύδια.
…………………………………….
Άσπρα μαντήλια στο γιαλό που τελικά είναι γλάροι.
Στο κιάλι όσο πλησιάζουνε, μακραίνει κι ο γιαλός.
Που καρτερείς το ανέφικτο, παρηγοριά είν’ οι φάροι.
Παρηγοριά είν’ το σύντριμμα, που ψάχνει ο ναυαγός.
VI
Τ’ άγρια κι απόψε κύματα, διψούν να μας βυθίσουν.
Θαλασσινή μού πρόσταξες μια προσευχή παλιά.
Ωχρή, στης νύχτας το βαθύ ξεχώριζε η μορφή σου
κι άσπρα, θαρρείς πως γίνονταν, τα νύχτια μου μαλλιά.
Σ’ ενός κυμάτου χάιδεμα, μιας άγκυρας ξεσέρνει.
Σ’ ενός ανέμου την ορμή, καράβι μιαν οργιά!
Σπάζει τη μπόμπα την πλωριά και το κουβούσι παίρνει.
Φιλεί τ’ ατσάλι η θάλασσα κι ορμούνε τα θεριά.
(Στεγνό κοχύλι: Πού θα βρω στεριά για να ποδίσω;
- Μην είναι ξόρκι μάγισσας κι απ’ όνειρο κακό;
Πού θα 'βρω πόρτα, για να μπω; γυναίκα, να φιλήσω;
Πατρίδα πού, για να ταφώ σε χώμα μαλακό;)
Μακάβριος τρόπος να χαθείς και τόπος ν’ αποστάσεις.
- Το θάνατο, πώς να χαρείς στην κοσμοχαλασιά;
Κοιτάζεις γύρω. Μοναξιά. Κρατάς, να μη γελάσεις:
Στο πλάι, δυο σκύλοι σφάζονται για "δίκαιη" μοιρασιά...
.......................... .......................
Διψώ στη θάλασσα να ζω και μέσα στις ερμιές της.
Άμα καιρό δεν τη θωρώ μου σβήνεται η χαρά!
Ξαίνω στη ρόκα την ψυχή και γνέθω τις πληγές της.
Ντύνομαι γλάρος και πετώ με τα λευκά φτερά.
Χαράματα
Δώδεκα – τέσσερις· και λες η βάρδια να τελειώσει.
Το 'να σου μάτι κρέμεται στης λήθης το κενό.
Να προσπαθεί τ’ ακοίμητο με τ’ άλλο να φιλιώσει
και να σου κρένει η θάλασσα σε χρόνο αληθινό:
- Κοιτάς; - Νοτιάς θα γύρισε και μου χαλάει τη βλέψη!
- Τ’ ώριο, δικό σου ανάστημα, δεν το 'χα καταγής;
- Τ’ ανέμου η σμίλη λάξεψε μικρόψυχα τη σκέψη
και δεν κρατάει τ’ απόσωσμα, της θύμησης αυτής.
……………………………………….
Νείρεσαι μι’ άγκυρα – σταυρό, με την καδένα σάπια.
Τα κρίματά σου στοίχειωσαν και γίνανε σκουριά.
Τα ψυχοτρόπα σκέφτεσαι μη σου 'φταιξαν τα χάπια.
Βογκάς. Ξυπνάς απότομα κι η ανάσα σου βαριά.
Όμορφο – λες – το πέλαγο, με θάλασσα μπουνάτσα.
Οσμίζεις χώμα, μάραθο και στεριανές αυλές.
(Σκέψη δεν θα 'βρει λεύτερη της προσφυγιάς η ράτσα).
Κάθεσαι. Πίνεις και μεθάς. Οι σκέψεις σου, θολές.
Φουντάγιο. Σκάντζα η βάρδια. Στου σκάπουλου τη διάτα:
– Ξύπνα! – Μα δεν κοιμήθηκα! – Τι κάνεις, από χθες;
"Τις πίκρες και τα βάσανα, στο σπίτι σου παράτα!"
Να τα μουντζώσεις, σκέφτεσαι. Το λες, μα δεν το θες...
II
Στάλαζε, σαν μου μήνυσες τις άγκυρες να πάρω.
Στα σκοτεινά ψηλάφιζα για την επιστροφή.
Το δρόμο οι σπίθες μου 'δειχναν απ’ το μεσαίο φουγάρο
και το λευκό απ’ τ’ απόνερα, σ’ απότομη στροφή.
Τη θάλασσα που κουβαλώ στους ώμους μου, σ' τη φέρνω.
Βιάστηκες για δε μέτρησες τα κύματα σωστά;
Το 'να μου τ’ άκρο το 'χασα και τ’ άλλο μου το σέρνω.
Τα νύχτια αυτά πτερύγια, μου φαίνονται γνωστά.
Μέρες τα ρέλια προσπαθώ μα δεν μπορώ να φτάσω.
Δεν με θωρείς που πνίγομαι; για δε μ’ αναζητάς;
Οι σκύλοι στήσανε χορό και πρέπει να προφτάσω.
Το μπόι στο καραβόπανο, τι θες και το μετράς;
…………………………………….
Απότομα, κει που ξυπνώ μπροστά σ’ έναν καθρέφτη
βλέπω χλωμό το φάσμα μου και κάνω το σταυρό.
Ο σκύλος ο θαλασσινός το καύκαλό μου ερεύτη
ή το μυαλό μου απόκανε στις θάλασσες καιρό;
Φίλος ο Θάνατος παλιός μα δεν ποτέ του τάζω.
Κι αν του γελώ, προσέχοντας μη δώσω κι αφορμή…
Νείρομαι πάλι πως κοιτώ το χρώμα το γαλάζιο,
και πως αργώ στου ορίζοντα την άκαμπτη γραμμή.
ΙΙI
Βίρα τις άγκυρες και δες αν πάρθηκαν οι κάβοι.
Το "Γεια σου" μέριασε να δω στερνά του κοριτσιού.
Υγρός καιρός και καταχνιά νοτίσαν το καράβι.
Σ’ ένα κατάρτι φύτρωσε κλωνί κυπαρισσιού.
Τεφρά τα σύννεφα βαριά μ’ οσμή βροχής που φτάνει.
Μοιρολογεί ένας άνεμος που κλαίει σα να θρηνεί.
Ποιος νοσταλγεί τη θάλασσα τέτοιες στιγμές και ράνει
μ’ αγάπης ροδοπέταλα και με γλυκιά φωνή;
Λυσσάει ο δαίμονας καιρός να φτάσει το κοράκι.
Γλείφει το σίδερο κι ορμά στη μάσκα την πλωριά.
Όνειρο – σκέφτεσαι – καθώς μικρό που 'σουν παιδάκι,
όταν με τρόμο πάλευες του ονείρου τα θεριά.
Πριν το κορμί σου στο βυθό το φάνε τα χταπόδια,
παρακαλείς τον ύψιστο για να σε λυπηθεί.
(Ζαβά καράβια και καιρός μού τσάκισαν τα πόδια).
Προσμένει ο Xάροντας σκοπός για να σε κοιμηθεί.
Η ώρα πλησιάζει. Ντύνεσαι με το σαβανοπάνι.
Βουτάς στην άρμη που κοντά προσμένουν τα στοιχειά.
Φέρνεις στο νου σου της χαράς το τελευταίο λιμάνι.
Κοιτάς τα βάθη ψάχνοντας μιαν ήσυχη γωνιά.
Ώσπου να φτάσεις, θύσανοι σού στέλνουνε τ’ αντίο.
Χίλια κοχύλια σ’ ακουμπούν σε φύκη μαλακά.
Λες ζωγραφιά πανέμορφη το ηλύσιο αυτό τοπίο.
Έχει “ζωή” το αλλόκοσμο, καίτοι μοναχικά.
.......................... ....................
Φωτός κρουνός ο στοχασμός τα σκότη για να σβήσεις. -
Κύμα τα δάκρυα του πνιγμένου σπάνε στη στεριά.
“Μην από θάνατο πληγείς ποτέ και μ’ αρρωστήσεις”.
Πώς να σε βρουν, στην άκρατη του ερέβους σιγαλιά;
ΙV
- Πάρ' το δεξιά! Τι με κοιτάς; το πας μπαταρισμένο.
- Οι χίλιοι τόνοι, θα 'γειραν! μα ποιος να υποπτευθεί...;
- Αν δε με βρεις στη γέφυρα, στα χάη θα περιμένω.
- Δεν βλέπεις; Σάπιο απόκαμε και πάει να βυθιστεί.
Έλα, αδερφέ, να σ’ ασπαστώ πριν το στερνό λιμάνι.
- Καταμεσής της θάλασσας, ποιος ήθελε, χαθεί;
- Το καραβόπανο λειψό, και για τους δυο δεν φτάνει.
- Μέσα στα μάτια σου, θωρώ το πέλαγο βαθύ.
- Είν’ ο καιρός αλλόκοτος, κυκλώνει και μας φτάνει!
- Τον δαίμονα, τι πολεμάς με το κορμί σκεβρό;
Τούτο το σώμα που φορείς, σε λίγο θ’ αποθάνει.
- Ξημέρωσε! - Πού ‘σαι αδερφέ; (Τον πρόφτασα, νεκρό).
Ένα καράβι γύρω μου, συντρίμμια και κομμάτια...
Δέκα τρελά σκυλόψαρα μες στ’ άλικα νερά.
Κάθε κραυγή, κρατώ σφιχτά τ’ αυτιά μου και τα μάτια.
Δεν ξέρω αν ζω για πέθανα, ή αν είμαι στο παρά.
……………………………….
Τώρα που γύρω μου σιγή, μου λέει πως μετανιώνει.
Πως ο καιρός γαλήνεψε μαζί και τα θεριά.
Φτάνει στ’ αντίκρυ λέγοντας πως μ’ αγαπά. Φιλιώνει.
Κοιτώ τα μάτια της, στερνά να βρω κάποια στεριά.
V
Στις ερημιές της θάλασσας, θεριεύει ο νους και βάλλει
κι αναζητεί το βλέμμα σου ν’ αγγίξει τη στεριά.
Κλείνεις τα βλέφαρα, να δεις κάποιο κλωνί που θάλλει,
μα σαν τ’ ανοίγεις, κύματα, θάλασσα κι ερημιά.
Τα βάζει ο νους με το πυκνό και ζοφερό σκοτάδι
και με θυμό αποστρέφεται τον τόπο το γυμνό.
Του ανέμου ο ψίθυρος δηλοί πως φτάνει από τον Άδη.
Στη μοναξιά, το ανείπωτο αδημονείς πρωινό.
Φτάνει• μα είναι η θάλασσα σφοδρά τρικυμισμένη.
Η ανάσα σου, αρμυρή πληγή λαβώνει το γυαλί.
Καιρό να προσδοκάς καλό κι αυτή ως δαιμονισμένη,
να καταριέται αμείλικτα, να κρώζει, να ομιλεί:
"Στην άβυσσο, θα 'χω καιρό καλά να σε θωρώ...
Μαύρη πλερέζα σού κουνώ σημάδι να με φτάσεις!
Σ' όλο τον κόσμο σ' έψαχνα κι ακόμη το μπορώ.
Κάβους δυο χέρια μάτισα, για να μπορείς να πιάσεις."
Μεμιάς ζαρώνει ο μουσαμάς, διπλώνει κι αρχινά:
Σπάζουνε τα σαπόξυλα κι οι σφήνες ξεμακραίνουν.
(Μονολογείς: Τα ναύλα τους πως φταίνε, τα φτηνά...)
Πως ίσως αύριο σιωπηλά με τ’ άνθη θα σε ραίνουν.
Η πλώρη αγγίζει σύννεφο και σπάζει στο βυθό.
Γύρω κομμάτια μέταλλα και καύκαλα στολίδια.
Θάλασσα, εγώ που σ’ ήθελα για να σε κοιμηθώ…
τώρα χταπόδια ορέγομαι και του βυθού τα μύδια.
…………………………………….
Άσπρα μαντήλια στο γιαλό που τελικά είναι γλάροι.
Στο κιάλι όσο πλησιάζουνε, μακραίνει κι ο γιαλός.
Που καρτερείς το ανέφικτο, παρηγοριά είν’ οι φάροι.
Παρηγοριά είν’ το σύντριμμα, που ψάχνει ο ναυαγός.
VI
Τ’ άγρια κι απόψε κύματα, διψούν να μας βυθίσουν.
Θαλασσινή μού πρόσταξες μια προσευχή παλιά.
Ωχρή, στης νύχτας το βαθύ ξεχώριζε η μορφή σου
κι άσπρα, θαρρείς πως γίνονταν, τα νύχτια μου μαλλιά.
Σ’ ενός κυμάτου χάιδεμα, μιας άγκυρας ξεσέρνει.
Σ’ ενός ανέμου την ορμή, καράβι μιαν οργιά!
Σπάζει τη μπόμπα την πλωριά και το κουβούσι παίρνει.
Φιλεί τ’ ατσάλι η θάλασσα κι ορμούνε τα θεριά.
(Στεγνό κοχύλι: Πού θα βρω στεριά για να ποδίσω;
- Μην είναι ξόρκι μάγισσας κι απ’ όνειρο κακό;
Πού θα 'βρω πόρτα, για να μπω; γυναίκα, να φιλήσω;
Πατρίδα πού, για να ταφώ σε χώμα μαλακό;)
Μακάβριος τρόπος να χαθείς και τόπος ν’ αποστάσεις.
- Το θάνατο, πώς να χαρείς στην κοσμοχαλασιά;
Κοιτάζεις γύρω. Μοναξιά. Κρατάς, να μη γελάσεις:
Στο πλάι, δυο σκύλοι σφάζονται για "δίκαιη" μοιρασιά...
.......................... .......................
Διψώ στη θάλασσα να ζω και μέσα στις ερμιές της.
Άμα καιρό δεν τη θωρώ μου σβήνεται η χαρά!
Ξαίνω στη ρόκα την ψυχή και γνέθω τις πληγές της.
Ντύνομαι γλάρος και πετώ με τα λευκά φτερά.
Το 'να σου μάτι κρέμεται στης λήθης το κενό.
Να προσπαθεί τ’ ακοίμητο με τ’ άλλο να φιλιώσει
και να σου κρένει η θάλασσα σε χρόνο αληθινό:
- Κοιτάς; - Νοτιάς θα γύρισε και μου χαλάει τη βλέψη!
- Τ’ ώριο, δικό σου ανάστημα, δεν το 'χα καταγής;
- Τ’ ανέμου η σμίλη λάξεψε μικρόψυχα τη σκέψη
και δεν κρατάει τ’ απόσωσμα, της θύμησης αυτής.
……………………………………….
Νείρεσαι μι’ άγκυρα – σταυρό, με την καδένα σάπια.
Τα κρίματά σου στοίχειωσαν και γίνανε σκουριά.
Τα ψυχοτρόπα σκέφτεσαι μη σου 'φταιξαν τα χάπια.
Βογκάς. Ξυπνάς απότομα κι η ανάσα σου βαριά.
Όμορφο – λες – το πέλαγο, με θάλασσα μπουνάτσα.
Οσμίζεις χώμα, μάραθο και στεριανές αυλές.
(Σκέψη δεν θα 'βρει λεύτερη της προσφυγιάς η ράτσα).
Κάθεσαι. Πίνεις και μεθάς. Οι σκέψεις σου, θολές.
Φουντάγιο. Σκάντζα η βάρδια. Στου σκάπουλου τη διάτα:
– Ξύπνα! – Μα δεν κοιμήθηκα! – Τι κάνεις, από χθες;
"Τις πίκρες και τα βάσανα, στο σπίτι σου παράτα!"
Να τα μουντζώσεις, σκέφτεσαι. Το λες, μα δεν το θες...
II
Στάλαζε, σαν μου μήνυσες τις άγκυρες να πάρω.
Στα σκοτεινά ψηλάφιζα για την επιστροφή.
Το δρόμο οι σπίθες μου 'δειχναν απ’ το μεσαίο φουγάρο
και το λευκό απ’ τ’ απόνερα, σ’ απότομη στροφή.
Τη θάλασσα που κουβαλώ στους ώμους μου, σ' τη φέρνω.
Βιάστηκες για δε μέτρησες τα κύματα σωστά;
Το 'να μου τ’ άκρο το 'χασα και τ’ άλλο μου το σέρνω.
Τα νύχτια αυτά πτερύγια, μου φαίνονται γνωστά.
Μέρες τα ρέλια προσπαθώ μα δεν μπορώ να φτάσω.
Δεν με θωρείς που πνίγομαι; για δε μ’ αναζητάς;
Οι σκύλοι στήσανε χορό και πρέπει να προφτάσω.
Το μπόι στο καραβόπανο, τι θες και το μετράς;
…………………………………….
Απότομα, κει που ξυπνώ μπροστά σ’ έναν καθρέφτη
βλέπω χλωμό το φάσμα μου και κάνω το σταυρό.
Ο σκύλος ο θαλασσινός το καύκαλό μου ερεύτη
ή το μυαλό μου απόκανε στις θάλασσες καιρό;
Φίλος ο Θάνατος παλιός μα δεν ποτέ του τάζω.
Κι αν του γελώ, προσέχοντας μη δώσω κι αφορμή…
Νείρομαι πάλι πως κοιτώ το χρώμα το γαλάζιο,
και πως αργώ στου ορίζοντα την άκαμπτη γραμμή.
ΙΙI
Βίρα τις άγκυρες και δες αν πάρθηκαν οι κάβοι.
Το "Γεια σου" μέριασε να δω στερνά του κοριτσιού.
Υγρός καιρός και καταχνιά νοτίσαν το καράβι.
Σ’ ένα κατάρτι φύτρωσε κλωνί κυπαρισσιού.
Τεφρά τα σύννεφα βαριά μ’ οσμή βροχής που φτάνει.
Μοιρολογεί ένας άνεμος που κλαίει σα να θρηνεί.
Ποιος νοσταλγεί τη θάλασσα τέτοιες στιγμές και ράνει
μ’ αγάπης ροδοπέταλα και με γλυκιά φωνή;
Λυσσάει ο δαίμονας καιρός να φτάσει το κοράκι.
Γλείφει το σίδερο κι ορμά στη μάσκα την πλωριά.
Όνειρο – σκέφτεσαι – καθώς μικρό που 'σουν παιδάκι,
όταν με τρόμο πάλευες του ονείρου τα θεριά.
Πριν το κορμί σου στο βυθό το φάνε τα χταπόδια,
παρακαλείς τον ύψιστο για να σε λυπηθεί.
(Ζαβά καράβια και καιρός μού τσάκισαν τα πόδια).
Προσμένει ο Xάροντας σκοπός για να σε κοιμηθεί.
Η ώρα πλησιάζει. Ντύνεσαι με το σαβανοπάνι.
Βουτάς στην άρμη που κοντά προσμένουν τα στοιχειά.
Φέρνεις στο νου σου της χαράς το τελευταίο λιμάνι.
Κοιτάς τα βάθη ψάχνοντας μιαν ήσυχη γωνιά.
Ώσπου να φτάσεις, θύσανοι σού στέλνουνε τ’ αντίο.
Χίλια κοχύλια σ’ ακουμπούν σε φύκη μαλακά.
Λες ζωγραφιά πανέμορφη το ηλύσιο αυτό τοπίο.
Έχει “ζωή” το αλλόκοσμο, καίτοι μοναχικά.
..........................
Φωτός κρουνός ο στοχασμός τα σκότη για να σβήσεις. -
Κύμα τα δάκρυα του πνιγμένου σπάνε στη στεριά.
“Μην από θάνατο πληγείς ποτέ και μ’ αρρωστήσεις”.
Πώς να σε βρουν, στην άκρατη του ερέβους σιγαλιά;
ΙV
- Πάρ' το δεξιά! Τι με κοιτάς; το πας μπαταρισμένο.
- Οι χίλιοι τόνοι, θα 'γειραν! μα ποιος να υποπτευθεί...;
- Αν δε με βρεις στη γέφυρα, στα χάη θα περιμένω.
- Δεν βλέπεις; Σάπιο απόκαμε και πάει να βυθιστεί.
Έλα, αδερφέ, να σ’ ασπαστώ πριν το στερνό λιμάνι.
- Καταμεσής της θάλασσας, ποιος ήθελε, χαθεί;
- Το καραβόπανο λειψό, και για τους δυο δεν φτάνει.
- Μέσα στα μάτια σου, θωρώ το πέλαγο βαθύ.
- Είν’ ο καιρός αλλόκοτος, κυκλώνει και μας φτάνει!
- Τον δαίμονα, τι πολεμάς με το κορμί σκεβρό;
Τούτο το σώμα που φορείς, σε λίγο θ’ αποθάνει.
- Ξημέρωσε! - Πού ‘σαι αδερφέ; (Τον πρόφτασα, νεκρό).
Ένα καράβι γύρω μου, συντρίμμια και κομμάτια...
Δέκα τρελά σκυλόψαρα μες στ’ άλικα νερά.
Κάθε κραυγή, κρατώ σφιχτά τ’ αυτιά μου και τα μάτια.
Δεν ξέρω αν ζω για πέθανα, ή αν είμαι στο παρά.
……………………………….
Τώρα που γύρω μου σιγή, μου λέει πως μετανιώνει.
Πως ο καιρός γαλήνεψε μαζί και τα θεριά.
Φτάνει στ’ αντίκρυ λέγοντας πως μ’ αγαπά. Φιλιώνει.
Κοιτώ τα μάτια της, στερνά να βρω κάποια στεριά.
V
Στις ερημιές της θάλασσας, θεριεύει ο νους και βάλλει
κι αναζητεί το βλέμμα σου ν’ αγγίξει τη στεριά.
Κλείνεις τα βλέφαρα, να δεις κάποιο κλωνί που θάλλει,
μα σαν τ’ ανοίγεις, κύματα, θάλασσα κι ερημιά.
Τα βάζει ο νους με το πυκνό και ζοφερό σκοτάδι
και με θυμό αποστρέφεται τον τόπο το γυμνό.
Του ανέμου ο ψίθυρος δηλοί πως φτάνει από τον Άδη.
Στη μοναξιά, το ανείπωτο αδημονείς πρωινό.
Φτάνει• μα είναι η θάλασσα σφοδρά τρικυμισμένη.
Η ανάσα σου, αρμυρή πληγή λαβώνει το γυαλί.
Καιρό να προσδοκάς καλό κι αυτή ως δαιμονισμένη,
να καταριέται αμείλικτα, να κρώζει, να ομιλεί:
"Στην άβυσσο, θα 'χω καιρό καλά να σε θωρώ...
Μαύρη πλερέζα σού κουνώ σημάδι να με φτάσεις!
Σ' όλο τον κόσμο σ' έψαχνα κι ακόμη το μπορώ.
Κάβους δυο χέρια μάτισα, για να μπορείς να πιάσεις."
Μεμιάς ζαρώνει ο μουσαμάς, διπλώνει κι αρχινά:
Σπάζουνε τα σαπόξυλα κι οι σφήνες ξεμακραίνουν.
(Μονολογείς: Τα ναύλα τους πως φταίνε, τα φτηνά...)
Πως ίσως αύριο σιωπηλά με τ’ άνθη θα σε ραίνουν.
Η πλώρη αγγίζει σύννεφο και σπάζει στο βυθό.
Γύρω κομμάτια μέταλλα και καύκαλα στολίδια.
Θάλασσα, εγώ που σ’ ήθελα για να σε κοιμηθώ…
τώρα χταπόδια ορέγομαι και του βυθού τα μύδια.
…………………………………….
Άσπρα μαντήλια στο γιαλό που τελικά είναι γλάροι.
Στο κιάλι όσο πλησιάζουνε, μακραίνει κι ο γιαλός.
Που καρτερείς το ανέφικτο, παρηγοριά είν’ οι φάροι.
Παρηγοριά είν’ το σύντριμμα, που ψάχνει ο ναυαγός.
VI
Τ’ άγρια κι απόψε κύματα, διψούν να μας βυθίσουν.
Θαλασσινή μού πρόσταξες μια προσευχή παλιά.
Ωχρή, στης νύχτας το βαθύ ξεχώριζε η μορφή σου
κι άσπρα, θαρρείς πως γίνονταν, τα νύχτια μου μαλλιά.
Σ’ ενός κυμάτου χάιδεμα, μιας άγκυρας ξεσέρνει.
Σ’ ενός ανέμου την ορμή, καράβι μιαν οργιά!
Σπάζει τη μπόμπα την πλωριά και το κουβούσι παίρνει.
Φιλεί τ’ ατσάλι η θάλασσα κι ορμούνε τα θεριά.
(Στεγνό κοχύλι: Πού θα βρω στεριά για να ποδίσω;
- Μην είναι ξόρκι μάγισσας κι απ’ όνειρο κακό;
Πού θα 'βρω πόρτα, για να μπω; γυναίκα, να φιλήσω;
Πατρίδα πού, για να ταφώ σε χώμα μαλακό;)
Μακάβριος τρόπος να χαθείς και τόπος ν’ αποστάσεις.
- Το θάνατο, πώς να χαρείς στην κοσμοχαλασιά;
Κοιτάζεις γύρω. Μοναξιά. Κρατάς, να μη γελάσεις:
Στο πλάι, δυο σκύλοι σφάζονται για "δίκαιη" μοιρασιά...
..........................
Διψώ στη θάλασσα να ζω και μέσα στις ερμιές της.
Άμα καιρό δεν τη θωρώ μου σβήνεται η χαρά!
Ξαίνω στη ρόκα την ψυχή και γνέθω τις πληγές της.
Ντύνομαι γλάρος και πετώ με τα λευκά φτερά.