Η παράκληση
Κύριε,
ζητώ για εκείνον, όσο ζω, θάνατος μη προφτάσει.
Πάρτε από μένα όσες φορές πριν να σιωπήσει αυτός.
Ας τρεμοσβήσω εδώ μπροστά σ’ αυτό το εικονοστάσι,
σαν του κεριού που αργά – στερνά θα σβήσετε το φως.
Κύριε,
πάρτε από μένα, - όταν ανθός κι απλώστε με στη φύση,
να μπολιαστούν τα ξερικά στης γης την εμπασιά,
ξερολιθιά και δώστε την σ’ έναν φτωχό να χτίσει.
Πιο ταπεινό στολίδι σας, σε κάποιαν εκκλησιά.
Κύριε,
θέλω σαν έρθει μου η στιγμή, στο τέλειωμα της μέρας,
που ξαφνικά ‘κείν ’ η χαρά στα μάτια θα σβηστεί,
που θα γκρεμίσουν οι στιγμές σαν διάττοντας αστέρας,
να ραίνει εκείνος τους ανθούς, πού θα ‘χω σκορπιστεί.