Προσμένοντας
Απ’ έξω από το σπίτι σου σε καρτερώ για να 'ρθεις
και γίνομαι τριαντάφυλλο – τη μυρωδιά να μάθεις,
να ξεχωρίζεις πώς περνούν οι ανέραστοι τον πόνο.
Τα μάτια μου στρέφω ψηλά παρακαλώντας μόνο.
και γίνομαι τριαντάφυλλο – τη μυρωδιά να μάθεις,
να ξεχωρίζεις πώς περνούν οι ανέραστοι τον πόνο.
Τα μάτια μου στρέφω ψηλά παρακαλώντας μόνο.
Μα πού να πω τον πόνο μου και πού να τραγουδήσω
που μου σφαλούν το στόμα μου για να μη σου μιλήσω,
παρά μονάχα σ’ εκκλησιά το λεύτερο μου δίνουν:
Έλα να πάμε στο πευκί που τα πουλιά ξεδίνουν.
που μου σφαλούν το στόμα μου για να μη σου μιλήσω,
παρά μονάχα σ’ εκκλησιά το λεύτερο μου δίνουν:
Έλα να πάμε στο πευκί που τα πουλιά ξεδίνουν.
Έλα πριν βγούνε τα στοιχειά της νύχτας οπού αρπάνε
και τα θεριά τ’ αμόλευτο το σώμα μου το φάνε
δίχως λιγάκι να χαρεί κει που 'θελε στην άμμο.
Να μου μετράς των αστεριών πώς ήθελ’ από χάμω.
και τα θεριά τ’ αμόλευτο το σώμα μου το φάνε
δίχως λιγάκι να χαρεί κει που 'θελε στην άμμο.
Να μου μετράς των αστεριών πώς ήθελ’ από χάμω.
Έτσι θαρρώ προσμένοντας πως σε θωρώ στον ύπνο
αγαπημένε μου άγνωστε για να σε δω στον ξύπνο,
να μπολιαστούμε μ’ έρωτα, να σπείρω, να κλαδέψω
και τους δικούς μας τους καρπούς εκείνους να χαϊδέψω.
αγαπημένε μου άγνωστε για να σε δω στον ξύπνο,
να μπολιαστούμε μ’ έρωτα, να σπείρω, να κλαδέψω
και τους δικούς μας τους καρπούς εκείνους να χαϊδέψω.