Αυτόχειρα φύλλα
Αγάπες μου, φύλλα μεμιάς που πέσατε απ’ το κρύο,
που πληγιασμένα κείτεστε στα μάτια μου μπροστά,
πώς με ταράζει κίτρινο το ηλύσιο αυτό τοπίο.
Πώς με τρομάζει, απ’ το κλωνί να ζείτε χωριστά.
Αχ, περσινές ψυχούλες μου, αγαπημένα φύλλα,
που σας θωρώ να σέπεστε στην κλίνη αυτής της γης,
στο θάνατό σας, δεν μπορώ μη νιώσω ανατριχίλα.
Για δεν μπορώ, στ’ αντίκρυ μου το χρώμα της πληγής.
Αγάπες μου, ώριες ψυχές που φεύγετε σα πέρα,
που δε φοβάστε τον γκρεμό μηδέ και τη θηλιά,
ποιο μοιρολόι για να ‘πλεκα με λεκιασμένη σφαίρα;
Μύρο – μελάνι μου η ψυχή, κι η σκέψη μου, αγριλιά.
Φύλλα που πέσατε σωρό – μεμιάς από τ’ αγέρι,
που κείτεστε τώρα νεκρά στη γης μακάβρια εικόνα,
δίχως ταφή έτσι ασάλευτα κοντά στο μεσημέρι,
πόσο να ξέρατε πονώ και τούτο το χειμώνα.
Πώς ν’ ασπαστώ τη δύστυχη τη μάνα εκείνη κλάρα,
που θέλει – λέει – να γκρεμιστεί και κάτω να τσακίσει
- και πώς, μη νιώθει στ’ άσαρκα κορμιά των σαστιμάρα,
όταν για κείνα δεν μπορεί τιμή για ν’ αποτίσει.
Πώς ν’ ασπαστώ τα δύστυχα κείνα μικρά κλωνάρια
που δίχως τα, λυπητερά τούς κράζουνε στο χώμα:
Μη φεύγετε, αδερφάκια μας, πούθε κινάτε σμάρια;
Ήρθ’ ο χειμώνας ο βαρύς! Θ’ αργήσετε, γι’ ακόμα;
Πόσα στο δέντρο για να πω και για να καλοπιάσω,
δίχως εκείνο να κοιτά πώς σέπονται τα φύλλα;
Σκέφτομαι: Πρέπει κι άλλη μια για κείνα να κοπιάσω.
Ντύνομαι μαύρο φόρεμα και μου φορώ μαντίλα:
"Ω! πώς σπαράζεται η ψυχή μπρος στο δικό σας πόνο.
Ποιο μοιρολόι για να ‘γραφα δίχως στιγμή να κλάψω.
Κάθε χειμώνας, βάσανο! Ως ξεκινώ, τελειώνω."
(Πόσα, για φύλλα κίτρινα κι αυτόχειρα να γράψω…;)