Ως ομίχλη
Από παιδί, πώς ήθελα να ζωγραφώ τη φύση.
Να 'χω τ' Απρίλη χρώματα, για να μπορώ τα δέντρα,
για να μπορούν της άνοιξης οι μικροπεταλούδες,
στις μυγδαλιές τις πάλλευκες ν’ απλώνουν τα φτερά τους.
Ήθελα, να 'μαι ο πλαστουργός. Της φύσης, νομοθέτης.
Να 'χω τα γκρέμια, τις ερμιές, τα ζωντανά για να 'χω.
Έγνοια, να 'χω τις θάλασσες, τ’ αλαργινά ποτάμια.
Να 'χω, βαφτήρι και καμβά. Να 'μαι, της γης ζωγράφος.
Έγνοια δική, το δειλινό. Τ’ αμάραντα λουλούδια.
Όχθες, φαρδιά και πέτρινα να σιάχνω μονοπάτια.
Να 'ρχονται τα πετούμενα, να ξεδιψούν στις κρήνες,
ν' αναριγούν, σαν βλέπουνε του κάμπου παπαρούνες.
Ήθελα, να 'μαι ο πλαστουργός. Της φύσης, νομοθέτης.
Άσβεστος φάρος, κι ήθελα (σαν χθες θαρρώ πως ήταν
που 'θελα η πλάση αυτή δική με τα βουνά, τα δάση…)
να 'μουν, εκείνο το παιδί… να ζωγραφώ, να σβήνω…