Χλωμός έρωτας
Γυναίκα η Νύχτα και φορεί τα ενώτια σύθαμπά της
προσμένοντας για να παρθεί μες στις ερμιές του κόσμου
με τον χλωμό της έρωτα, που λένε Λυκαυγές.
Αλίμονό του αν δεν αυτό ταίρι τη νιώσει κι ούτε
μαύρο μαντήλι δεν κρατεί στο καλωσόρισμά της
καθώς εκείνη αδημονεί στην κλίνη της ομίχλης.
Τότε αρχινάει και του θρηνεί και σιγοκλαίει σαν βρέχει
με την ανάσα της βαριά σαν ουρλιαχτό του ανέμου
ξεσπάει σε κείνον με θυμό γυναίκας προδομένης.
Σκούρα Τσιγγάνα που μισεί χιμάει να το ξεκάνει
μα δε που σμίγει γιατί φως λιγόζωο την αγγίζει
τόσο, που χάμω κείτεται το σώμα και σφαδάζει.
« Ποια πλησμονή να νιώσω εγώ και ποια για σένα αγάπη;»
Το Λυκαυγές τη βλαστημάει και διώχνει την να φύγει
δείχνοντάς της την άβυσσο που ζει την κολασμένη.
Τότε του ορθώνει το κορμί και καταριέται σάμπως
όλα μαζί τα επίθετα να ξεχυθήκαν κι όλα
λόγια πρωτάκουστα καθώς στο τέλος μίας αγάπης.
προσμένοντας για να παρθεί μες στις ερμιές του κόσμου
με τον χλωμό της έρωτα, που λένε Λυκαυγές.
Αλίμονό του αν δεν αυτό ταίρι τη νιώσει κι ούτε
μαύρο μαντήλι δεν κρατεί στο καλωσόρισμά της
καθώς εκείνη αδημονεί στην κλίνη της ομίχλης.
Τότε αρχινάει και του θρηνεί και σιγοκλαίει σαν βρέχει
με την ανάσα της βαριά σαν ουρλιαχτό του ανέμου
ξεσπάει σε κείνον με θυμό γυναίκας προδομένης.
Σκούρα Τσιγγάνα που μισεί χιμάει να το ξεκάνει
μα δε που σμίγει γιατί φως λιγόζωο την αγγίζει
τόσο, που χάμω κείτεται το σώμα και σφαδάζει.
« Ποια πλησμονή να νιώσω εγώ και ποια για σένα αγάπη;»
Το Λυκαυγές τη βλαστημάει και διώχνει την να φύγει
δείχνοντάς της την άβυσσο που ζει την κολασμένη.
Τότε του ορθώνει το κορμί και καταριέται σάμπως
όλα μαζί τα επίθετα να ξεχυθήκαν κι όλα
λόγια πρωτάκουστα καθώς στο τέλος μίας αγάπης.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
Η νύφη
Της είπαν λευκό νυφικό να φορέσει από σύννεφο,
της βάλαν αταίριαστα στέφανα μιας λεύκας τη ρίζα,
κεντρί σ’ ένα φύλλο χαρτί προικοσύμφωνο αχάλαστο
με ζα, κι ένα κάμπο γιαλό σε βουνίσιο ακρωτήρι.
Μικρά χελιδόνια ξεχύνουν θλιμμένα απ' τα μάτια της,
στις δυο των βλεφάρων πλευρές γύρο κάνουν θανάτου,
ματόκλαδα εκεί ξερικά σαν τα δέντρα της έρημος,
κουρνιάζουν απάνω κοράκων τα στίφη χειμώνα.
Θυμός στο κατώφλι απ' τα χείλη κι η ανάσα της θύελλα,
πικρός κομπασμός εμφανίζει μια πλάτη σκανδάλης,
πασχίζει με οργή να χαθεί μες στης νύχτας το σάβανο,
μπροστά ξενιτιά το μαντίλι κι ο μόλος καράβι.
Καρτέρι ο φονιάς με μαχαίρι στην άκρη μιας άσφαλτος,
κοκόρι λαλεί στα παρθένα χλωμά τώρα χείλη,
ροδιού χρώμα η κάμα κι ο πέπλος της νύφης πια κόκκινος,
ψαλμοί περιμένουν κραυγές σε χωριού κοιμητήρι.
της βάλαν αταίριαστα στέφανα μιας λεύκας τη ρίζα,
κεντρί σ’ ένα φύλλο χαρτί προικοσύμφωνο αχάλαστο
με ζα, κι ένα κάμπο γιαλό σε βουνίσιο ακρωτήρι.
Μικρά χελιδόνια ξεχύνουν θλιμμένα απ' τα μάτια της,
στις δυο των βλεφάρων πλευρές γύρο κάνουν θανάτου,
ματόκλαδα εκεί ξερικά σαν τα δέντρα της έρημος,
κουρνιάζουν απάνω κοράκων τα στίφη χειμώνα.
Θυμός στο κατώφλι απ' τα χείλη κι η ανάσα της θύελλα,
πικρός κομπασμός εμφανίζει μια πλάτη σκανδάλης,
πασχίζει με οργή να χαθεί μες στης νύχτας το σάβανο,
μπροστά ξενιτιά το μαντίλι κι ο μόλος καράβι.
Καρτέρι ο φονιάς με μαχαίρι στην άκρη μιας άσφαλτος,
κοκόρι λαλεί στα παρθένα χλωμά τώρα χείλη,
ροδιού χρώμα η κάμα κι ο πέπλος της νύφης πια κόκκινος,
ψαλμοί περιμένουν κραυγές σε χωριού κοιμητήρι.