Έπεα πτερόεντα
Ελλάς VII
Σαν φτερό που τ’ απέκοψαν και η βροχή παρασέρνει,
που βουλιάζει, όταν άνεμος στο βυθό παραδέρνει,
που παλεύει με τ’ άγνωστα καιρικά για να υπάρξει,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Και ζητεί να τ’ αλλάξει,
μα… δεν εύκολο διόλου! Στην αδιάκοπη πάλη,
στον αγίνωτο κόσμο του, που τον νου του προσβάλλει,
που ο ποιμήν άρχει δύστροπα και το ερίφι σφαδάζει,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Σαν την κάργια που κράζει,
πλήθος γύρω του κήνσορες στων Βουλών τ’ άγριο δώμα –
δοτά πένθιμα κύμβαλα δίχως κοίλον, κι ακόμα
σαν ο αοιδός σε πανήγυρη – ως εν εύηχος σκύλος,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Φανερά και προδήλως,
σαν τη σκλήθρα την ξύλινη (κι όλα τ’ άλλα πιο πάνω)
παρασύρθηκες, μάτια μου. Σαν καράβι που χάνω,
που βουλιάζει, όταν άνεμος πέρ’ αδιάκοπα σέρνει…
Έτσι, αδιάκοπα βάλλεσαι κι ο καιρός παρασέρνει...
Σαν φτερό που τ’ απέκοψαν και η βροχή παρασέρνει,
που βουλιάζει, όταν άνεμος στο βυθό παραδέρνει,
που παλεύει με τ’ άγνωστα καιρικά για να υπάρξει,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Και ζητεί να τ’ αλλάξει,
μα… δεν εύκολο διόλου! Στην αδιάκοπη πάλη,
στον αγίνωτο κόσμο του, που τον νου του προσβάλλει,
που ο ποιμήν άρχει δύστροπα και το ερίφι σφαδάζει,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Σαν την κάργια που κράζει,
πλήθος γύρω του κήνσορες στων Βουλών τ’ άγριο δώμα –
δοτά πένθιμα κύμβαλα δίχως κοίλον, κι ακόμα
σαν ο αοιδός σε πανήγυρη – ως εν εύηχος σκύλος,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Φανερά και προδήλως,
σαν τη σκλήθρα την ξύλινη (κι όλα τ’ άλλα πιο πάνω)
παρασύρθηκες, μάτια μου. Σαν καράβι που χάνω,
που βουλιάζει, όταν άνεμος πέρ’ αδιάκοπα σέρνει…
Έτσι, αδιάκοπα βάλλεσαι κι ο καιρός παρασέρνει...