Της αγάπης
Προς τι η έπαρσις σε γη δάνεια και ζωή;
Τα βράδια, πριν να κοιμηθώ και τον σταυρό μου κάνω,
παρακαλώ μια Παναγιά που από παιδί την έχω
πλάι σε καντήλι γυάλινο και δίπλα στο λιβάνι,
να ‘χει τον κόσμο αυτόν καλά και τα παιδιά προπάντων.
Πιο πίσω, λίγο αριστερά, με δαγκωμένα χείλη,
με βλοσυρά τα βλέμματα σχεδόν σκοτεινιασμένα,
μες σε καπνούς ευωδιαστούς που δίνει το λιβάνι,
γέροντες άγιοι στέκουνε στον δίπλα εσταυρωμένο.
Ειρηνοφόρο φέρουνε στα βλέμματά των ζέση,
που νιώθω τέτοιαν έκσταση στη μεταφυσική των
τόσο, που στην κατάνυξη του καντηλιού όπως φέγγει,
βλέπω το Θείο σα να 'ρχεται και να με περιβάλλει.
Τότε, νιώθω μιαν αίσθηση χαράς γαληνεμένης
τόση, που λέω την προσευχή στη γλώσσα των Ελλήνων:
«Πάτερ ημών…» κι ύστερ’ αργά τα μάτια μου σαν κλείσουν,
πλήρωση νιώθω από ψυχής, που ‘κανα τον σταυρό μου.
;ηνίλκ ιλάπ αιδί νητσ ίεθημιοκ οιρύα να ιερέξ ςοιοΠ