Προσμένοντας II
Άραγε, πούθε να κινάει τούτο της δρόσου αγέρι;
Σε ποιο πηγαίνει, αστέρι;
Ποια θάλασσα και ποια στεριά περνάει δίχως να ξέρει
ποιον αγαπώ, να φέρει;
Σε ποια του κόσμου αυτή γωνιά, θα παύσει την ορμή του;
Ποιος ξέρει την αρχή του;
Άμα στενάξω «Σ’ αγαπώ» θα κάνει την, φωνή του;
Θα στείλει την, στ’ αυτί του;
Κι αν μπερδευτεί, με των βουνών τα δέντρα τα πελώρια
κι ακούσει: «Ζω πια χώρια» ;
Μην αρρωστήσει και βαριά μου πάθει στενοχώρια
εκεί, στα ξεροβόρια;
Μήπως, θα ‘ταν καλύτερα να τόνε περιμένω;
Το βέβαιο, να προσμένω;
Μήπως, τ’ αγέρι τούτο εδώ δεν θέλει ευτυχισμένο
ζευγάρι, αγαπημένο;
Άραγε, πούθε ν’ αρχινάει τούτο της δρόσου αγέρι;
Ποιος το μπορεί, να ξέρει;
Ήθελα εκείνον π' αγαπώ να πιάσει από το χέρι,
και πίσω να μου φέρει...
©Δήμητρα Δελακούρα
Πόθος
Με τη στερνή ματιά, σ’ ήθελα ν’ άγγιζα
κι ένα φιλί να σου ‘δινα στα χείλη.
Όταν της νύχτας τ’ άστρα θα τρεμόσβηναν,
κι όταν ο ήλιος ήθελε ανατείλει.
Κείνο το μίλι – σώμα να χαμήλωνες
να το μπορώ με πάθος ν’ αγκαλιάζω.
Να του μιλώ γι’ αγάπη, κι όταν έρημος
πάνω στο σώμα εκείνο να πλαγιάζω.
Ένα ταξίδι πάνω του πώς ήθελα,
τ’ απέραντο της έκτασης να ευφράνω
αλείφοντάς το μύρα από τ’ αμάραντα,
να το μπορώ να βρίσκω όταν το χάνω.
Κι ήθελα, η μακρινή μου περιπλάνηση,
στου στέρνου τη χαράδρα να με μπάσει
ως τα πυκνά του δάσους του κατάκρημνα.
Ως το θεριό του πάθους μου, σιγάσει.