Κρατοπτρισμοί
Απ’ το κρεβάτι αντικριστά και πάνω απ’ το τραπέζι,
έναν καθρέπτη έχω παλιό δαρμένο απ’ τον καιρό
που όταν νυχτώνει, μια γοργόνα βλέπω να μου γνέφει,
να μου ζητάει να βυθιστώ μαζί της, στο νερό.
Ακόμη, βλέπω ένα παλιό παράταιρο καράβι
με τα φανάρια του σβηστά και τα πανιά σκισμένα,
και κάποιον ναύτη αθώρητο στη νύχτα, να μου γνέφει
για να του φέξω τα ίσαλα, μην είναι σαπισμένα.
Ακόμη, ψίθυρους ακούω στο μένος των ανέμων
με ανούσιες ρίμες μυστικές και χθόνια κοσμημένες,
τόσο, που τις αισθήσεις μου μην χαρωπά ξυπνάνε,
δεσμεύοντας των νυσταγμών συνήθειες ειλημμένες.
Κι ακόμη, εσένα βλέπω εκεί φανταστικέ αναγνώστη,
κρυφά στο μισοσκόταδο τον πόνο να ξεχνάς
γελώντας, συμ – βουλευτικά κι ευέξαπτα να γνέφεις…
πως το δικό σου βάσανο, δεν φεύγει όταν γελάς.
……………………………………………
Πάνε τρεις νύχτες που ξυπνώ σε κείνο τον καθρέφτη
κι αφυπνισμένα βλέπω εκεί δυο μάτια να κοιτούν,
τόσο καχύποπτα θαρρώ που με περνάω για κλέφτη,
μα λέω μη δώσω κι αφορμή, για εμένα να ντραπούν.