.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

 


Αν Κι απ' των ματιών την άμπωτη, παρασυρμένη βγήκα ως το πλατύ π' αντίκρισα μάγο χαμόγελό σου. Κι ερωτευμένη ως ήμουνα, μια χαραμάδα βρήκα και μπήκα, όπως η άνοιξη, απ' το παράθυρό σου. ©Γιώργος Ν. Μανέτας Πηνελόπη Όπου στενάζει η θάλασσα και αγκομαχάει το κύμα και θραύεται τ' ανεύρετο του δειλινού το χρώμα, εκεί θε να 'μαι: για να κλαίω με πόνο, να στενάζω εγώ, το χαμολούλουδο τo αμύριστο, το μόνο. (Τι απελπισμένα πόθησα τα δροσερά σου χείλη, να σ' τα φιλήσω και να πιώ το κόκκινο απ' το δείλι). Εσένα, που λαχτάρησα και πια μακριά μου θα 'σαι και πια δίχως τον έρωτα και δίχως την αγάπη, θα ζω με τ' ανεκπλήρωτο, το δίχως αίσιο τέλος κειδά, λουλούδι αμύριστο κι απείραχτο και στέρφο. (Της στερημένης δώσε μου τι προσδοκώ για να 'χω, θάλασσα με την άμμο της και σκλήθρα από το βράχο). Κι ως ξαγρυπνώ κει κλαίγοντας τον έρωτα που εχάθη και νείρομαι, πως κάποτε θ' ανταμωθώ και πάλι, σε βλέπω, από τα βάθη της σαν να 'ρχεσαι, ν' αγγίζεις και να ζητάς τα χείλη μου γλυκά να τα φιλήσεις. (Να μου σφαλνάς τα μάτια μου με των φιλιών το πάθος, και να δακρύζει η άβυσσος στης κόγχης μου το βάθος). Κι έτσι, κειδά στο κύμα της αιώνια θα προσμένω ψάχνοντας νόημα και σκοπό γιατί να ζω, να υπάρχω καθώς, οι απόκοσμοι ήχοι της, θα στέλνουν τις αισθήσεις κει που θα ρεύουν του έρωτα τ' Απρίλη τα λουλούδια. (Να παρελαύνεις το κορμί και την ψυχή να γδύνεις και τ' άνεργα του πόθου μου να δένεις και να λύνεις).

©Γιώργος Ν. Μανέτας