Στης ξερολιθιάς τη λήθη
Εγώ…
που τη σκέψη βασάνιζα
μ’ ανθομύρα κι αγάπανθους...
που μελάνι από βότανα
είχε η πένα – φτερό,
που η γραφή – σφυροκάλεμο
πλείστα μάρμαρα σκάλιζε –
πεταλούδες και μέλισσες,
για μι’ αγάπης καημό.
Με θυμάστε, - φαντάζομαι…
μ’ ανθογύρη και πέταλα...
που δινόμουν στον έρωτα...;
Τώρα, δεν έχω εγώ…
Ήρθαν μέρες, - ανάθεμα!
και μου πήραν τα ολάνθιστα,
και τα δέντρα μου πήρανε…
Μην οι λύκοι, ως εδώ…;
κι όλα γύρω τερμάτισαν
και βυθίστηκε η άνοιξη,
τ’ ανθομύρα, τα πέταλα,
κι όλ’ ανέσπερα, εδώ;
Μην τα χρόνια, πια δίσεκτα;
Μη φαντάζομαι, ανάποδα;
Μη τα δέντρα δεν πότισα;
Μην τρελάθηκα, εγώ;
Μην σταυρούς, ονειρεύομαι
και φαντάζομαι, μνήματα;
Μην εγώ, χρόνια πέθανα
και δεν είμαι πια εγώ;
Ή δεν έχω πια δύναμη…
Ή δεν έχω τη δύναμη…
Μήπως είμαι η αδύναμη,
και δεν έχω πια Εγώ;
Θα ξεσκίσω τη σάρκα μου!
Θα γκρεμίσω τα σύμπαντα!
Μα σ’ αυτούς, ούτε υπόκλιση!
Μον’ στον έρωτα, εγώ…
που τη σκέψη βασάνιζα
μ’ ανθομύρα κι αγάπανθους...
που μελάνι από βότανα
είχε η πένα – φτερό,
που η γραφή – σφυροκάλεμο
πλείστα μάρμαρα σκάλιζε –
πεταλούδες και μέλισσες,
για μι’ αγάπης καημό.
Με θυμάστε, - φαντάζομαι…
μ’ ανθογύρη και πέταλα...
που δινόμουν στον έρωτα...;
Τώρα, δεν έχω εγώ…
Ήρθαν μέρες, - ανάθεμα!
και μου πήραν τα ολάνθιστα,
και τα δέντρα μου πήρανε…
Μην οι λύκοι, ως εδώ…;
κι όλα γύρω τερμάτισαν
και βυθίστηκε η άνοιξη,
τ’ ανθομύρα, τα πέταλα,
κι όλ’ ανέσπερα, εδώ;
Μην τα χρόνια, πια δίσεκτα;
Μη φαντάζομαι, ανάποδα;
Μη τα δέντρα δεν πότισα;
Μην τρελάθηκα, εγώ;
Μην σταυρούς, ονειρεύομαι
και φαντάζομαι, μνήματα;
Μην εγώ, χρόνια πέθανα
και δεν είμαι πια εγώ;
Ή δεν έχω πια δύναμη…
Ή δεν έχω τη δύναμη…
Μήπως είμαι η αδύναμη,
και δεν έχω πια Εγώ;
Θα ξεσκίσω τη σάρκα μου!
Θα γκρεμίσω τα σύμπαντα!
Μα σ’ αυτούς, ούτε υπόκλιση!
Μον’ στον έρωτα, εγώ…